Έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο τον ρόλο που διαδραματίζουν οι άγιοι στη ζωή της Εκκλησίας μας. Στο παρόν θα αναφερθούμε σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Το πρώτο παράδειγμα είναι ο Απ. Παύλος. Είναι από τους κορυφαίους Αποστόλους. Παρότι ο ίδιος δεν γνώρισε τον Χριστό όσο βρισκόταν επί γης, το σύνολο της διδασκαλίας του έγινε αποδεκτό από την συνείδηση της Εκκλησίας και θεωρείται θεόπνευστο, γιατί ομολογεί και επεξηγεί την διδασκαλία του Χριστού. Πολλά όμως απ’ αυτά που μας παραδίδει, δεν τα έχει αναφέρει ούτε ο ίδιος ο Χριστός. Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει: «δι’ οὗ (τοῦ Παύλου) τὰ μεγάλα καὶ ἀπόρρητα ὁ Χριστὸς ἐλάλησε, καὶ μείζονα, ἢ δι’ ἑαυτοῦ». Πώς όμως ο Απ. Παύλος τα γνώριζε; Δι’ αποκαλύψεως, από τον ίδιο τον Χριστό.
Με τις επιστολές του Απ. Παύλου ασχολείται επισταμένως εκτός από τον ιερό Χρυσόστομο και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Σημειώνει την μεγάλη αξία των επιστολών στη ζωή της Εκκλησίας, γράφοντας «συγκροτούσιν ὅλον τὸ Χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς τοῦ Χριστοῦ Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας» και συνεχίζει αναφέροντας λεπτομερώς ποιες διδασκαλίες του Αποστόλου ειπώθηκαν μόνον από τον ίδιο. Π.χ.
1. Ο Απόστολος αποκαλύπτει ότι οι άγγελοι είναι «λειτουργικά πνεύματα» και μας γνωστοποιεί τα ονόματα των αγγελικών ταγμάτων. Αυτές τις αποκαλύψεις ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τις χαρακτηρίζει «τοῦ νοητοῦ κόσμου ἡ ἀποκάλυψις», δηλαδή ότι μας γνωστοποιεί τα του νοητού κόσμου.
2. Η σύνδεση της περιτομής του Χριστού με το βάπτισμα, με την ταφή Του και την Ανάσταση, είναι έργο του Απ. Παύλου.
3. Η διδασκαλία ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού, ο δε Χριστός Κεφαλή της Εκκλησίας, επίσης είναι πρωτότυπη διδασκαλία του.
4. Μας αποκαλύπτει τον τρόπο που θα γίνει η ανάσταση των νεκρών και την κατάσταση των αναστημένων σωμάτων.
Αυτά που μας αποκαλύπτει ο Απ. Παύλος δεν είναι προσωπικοί στοχασμοί του, αλλά επειδή ενώθηκε με τον Χριστό, έλαβε Αποκαλύψεις απ’ Αυτόν. Γι’ αυτό επεξηγεί: «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἐστι κατὰ ἄνθρωπον. οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. α΄,11-12). Είναι τόσο βέβαιος για την εγκυρότητα των λόγων του, ώστε γράφει: «Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. α΄,8).
Το δεύτερο παράδειγμα είναι ο Μ. Αθανάσιος. Τους αιρετικούς τής εποχής του, οι οποίοι ισχυρίζονταν πως ο Ιησούς ήταν κατώτερος από τον Πατέρα, αντέτεινε λέγοντας ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος τῷ Πατρὶ. Κατηγορήθηκε ότι ο όρος αυτός δεν υπάρχει πουθενά μέσα στην Αγία Γραφή. Παρόλα αυτά όμως θεωρήθηκε θεόπνευστη και ορθή αυτή η διατύπωσή του.
Επίσης βαρυσήμαντη ήταν η προσφορά του στη διαμόρφωση του κανόνα της Καινής Διαθήκης. Στην 39η επιστολή του ορίζει τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης. Είναι τόσο σίγουρος για τα βιβλία που προτείνει, ώστε γράφει: «Μέλλων δὲ τούτων μνημονεύειν … ἔδοξε κάμοί προτραπέντι παρὰ γνησίων ἀδελφῶν καὶ μαθόντι ἄνωθεν ἑξῆς ἐκθέσθαι τὰ κανονιζόμενα»[1]. Εντυπωσιάζει η βεβαιότητα του αγίου που απορρέει από το «μαθόντι ἄνωθεν» και από το «καθὼς παρέδωκαν τοῖς πατράσιν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ Λόγου». Αυτή η πεποίθηση εδρεύει στην αποκάλυψη που δέχθηκε από τον Χριστό, αλλά και στην προηγούμενή του πατερική διδασκαλία.
Τρίτο παράδειγμα ο Μ. Βασίλειος. Στην εποχή του πολλοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν πως ο Θεός είναι ΕΝΑΣ, αλλά ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ. Ο άγιος διευκρινίζει τους όρους «υπόστασις», «πρόσωπον» και «ουσία» και έτσι μας παραδίδεται η διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος.
Τέταρτο παράδειγμα είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος διεκήρυξε ότι το Άγιον Πνεύμα είναι ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό, διδασκαλία που δεν αποσαφηνίζεται στην Αγία Γραφή.
Πέμπτο παράδειγμα είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Τον 14ο αιώνα γίνονταν συζητήσεις περί των ενεργειών του Θεού, αν είναι κτιστές ή άκτιστες, αν το Φως της Μεταμορφώσεως είναι άκτιστο ή κτιστό, αν υπάρχει διαίρεσις ουσίας και ενέργειας του Θεού. Στις εμπειρικές θεολογικές ερμηνείες τού αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, οι αντίπαλοί του προσπάθησαν να δώσουν γνωσιολογικές ερμηνείες. Υπήρξαν τότε πολλοί, όπως και τώρα, που δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τις διδαχές του αγίου. Ο άγιος όμως, όντας ανωτέρας πνευματικής στάθμης θεολόγος, ζούσε και γευόταν αυτά που δίδασκε. Γι’ αυτόν ήταν όλα ξεκάθαρα και ευνόητα. Είχε γίνει αποδέκτης του Άκτιστου Φωτός, που τον καθοδηγούσε «εἰς πᾶσαν ἀλήθειαν».
Από τα ανωτέρω ελάχιστα παραδείγματα ελπίζουμε να έγινε σαφής και κατανοητός ο ρόλος των αγίων στην ζωή της Εκκλησίας μας. Οι άγιοι ζώντας οργανικά εντός της Εκκλησίας και φωτιζόμενοι από το Πανάγιο Πνεύμα, δέχονται την Αποκάλυψη και έπειτα την εκφράζουν και την διδάσκουν αυθεντικά. Το Άγιον Πνεύμα σε κάθε εποχή αναδεικνύει αγίους και τους καθιστά φορείς της Αποκαλύψεως, τονίζει ο Απ. Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του, όπου επαναλαμβάνει την προφητεία του Ιερεμία: «ὅτι αὔτη ἡ διαθήκη ἣν διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραὴλ μετὰ τάς ἡμέρας ἐκείνας, λέγει ὁ Κύριος. διδοὺς νόμους μου εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν, καὶ ἐπὶ καρδίας αὐτῶν ἐπιγράψω αὐτούς, καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν» (Εβρ. 8, 10).
Οι άγιοι είναι θεόπνευστοι και απλανείς διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας. Με τις διδαχές τους δεν αναιρούν την Αγία Γραφή, αλλά την συμπληρώνουν, επεξηγώντας την. Είναι οι συνεχιστές της Πεντηκοστής μέχρι την συντέλεια του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου