Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καὶ ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία

Εἶναι πολὺ δύσκολο σ’ ἕνα ἄρθρο νὰ περιγραφεῖ τὸ μεγαλειῶδες ἔργο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Πῶς ἀντιμετώπισαν τὴ ζωή, τὴν φιλοσοφία, τὸν πολιτισμὸ καὶ πῶς κατάφεραν νὰ ζωντανέψουν τὴν ἑλληνικὴ σκέψη μπολιάζοντας την μὲ τὴ χριστιανικὴ σοφία. Πρῶτα ὅμως θὰ κάνουμε μία μικρὴ ἀναδρομὴ στὴ καθιέρωση τῆς ἑορτῆς τους.

Ἡ ἑορτὴ καθιερώθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωάννη Εὐχαΐτων (Μαυρόπους) τὸ 1081 ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου τοῦ Α΄. Ἀρκετὰ ἀργότερα ὅταν ἱδρύεται ἡ Ἰόνιος Ἀκαδημία ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Κωνσταντῖνο Τυπάλδος[1] καὶ τὸν φιλέλληνα βαπτισμένο ὀρθόδοξο Δημήτριο Φρειδερίκο Γκίλφορτ, θέτουν τὴν ἀκαδημία ὑπὸ τὴν προστασία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ὡς ἁγίων τῶν γραμμάτων καὶ τῆς παιδείας.
Τὸ 1842 τὸ πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καθιερώνει τὴν ἑορτὴ καὶ στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα.

Τὸ γιατί καθιερώθηκαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὡς προστάτες τῶν γραμμάτων εἶναι προφανές, διότι αὐτὰ τὰ μεγάλα πνεύματα, αὐτοὶ οἱ γίγαντες τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς θεολογίας, διδάχθηκαν τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ἀλλὰ προσέλαβαν ὡς μέλισσες ὅτι ὑψηλότερο διέθετε. Μπόλιασαν μέσα της τὸ θεῖο λόγο καὶ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Τὴν προσέφεραν στὸν κόσμο καθαρή, λαμπερή, ὅπως ἔπρεπε νὰ εἶναι, ἀπηλλαγμένη ἀπὸ κάθε παγανιστικὸ στοιχεῖο.

Οὕτως ἢ ἄλλως οἱ μεγάλοι Ἕλληνες φιλόσοφοι ἀμφισβήτησαν τὰ εἴδωλα καὶ ἔθεσαν βασικὰ ἐρωτήματα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ ἀνησυχίες περὶ δημιουργίας τοῦ κόσμου. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν πρόλαβαν νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ πάρουν τὶς ὀρθὲς ἀπαντήσεις, ἀνέπτυσσαν διάφορες θεωρίες μὲ σκοπὸ νὰ προσεγγίσουν τὴν ἀλήθεια. Ὅμως, ἡ μοναδικὴ ἀλήθεια θὰ ἀποκαλυφθεῖ ἀργότερα μὲ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἡ ἑλληνικὴ σκέψη ἦταν ὑπὲρ τοῦ «κατὰ κόσμον ζῆν», δηλαδὴ νὰ ζεῖς σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ κόσμου. Ἡ χριστιανικὴ σκέψη ὅμως στρέφεται ὑπὲρ τοῦ «κατὰ Χριστὸν ζῆν». Γι αὐτὸ οἱ Πατέρες στρέφουν τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα ἀπὸ τὰ γήινα στὰ ἐπουράνια, στὰ ὑψηλότερα, στὰ θεία.

Θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀναφέρουμε μερικὲς ἀπὸ τὶς σκέψεις τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἀγκάλιασαν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, ἀλλὰ ὅπως ἀναφέρθηκε «δίκην μελισσῶν».
Κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε καὶ ποιητὲς καὶ ρήτορες καὶ πεζογράφους ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ἀρκεῖ νὰ εἶναι ὠφέλιμο.
Κατὰ τὸν ἄγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, «τὴν μάθησιν τῶν παρ’ Ἕλλησι λόγων ὑπηρετεῖσθαι τόσον, ὡς ἔστι πρέπον». Δηλαδή, νὰ διατηροῦμε τὸ μέτρο και τὴν χρυσὴ τομὴ στὴ γνώση που προσφέρει ἡ ἑλληνικὴ παιδεία.

Κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, «οὐ πάντα παραδεκτὸν ἠμὶν ἀλλ’ ὅσα χρήσιμα». Ἀποδεχόμαστε ὅτι εἶναι χρήσιμο.
Κατὰ τὸν ἄγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, «οἱ πολλοὶ τῶν Χριστιανῶν διαπτύουσιν ὡς ἐπίβουλον καὶ σφαλερᾶν…κακῶς εἰδότες» καὶ καταλήγει «οὔκουν ἀτιμαστέον τὴν παίδευσιν». Σ’ αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα γίνεται μιὰ προσπάθεια καταπολέμησης τῶν ἀντιδράσεων τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔβλεπαν ἀρνητικὰ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἐπειδὴ δὲν τὴν γνώρισαν σωστά. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ σήμερα οἱ νέο-εἰδωλολάτρες κατηγοροῦν τὸν Χριστιανισμό, ἐπειδὴ τὸν γνώρισαν ἀποσπασματικὰ καὶ μεροληπτικά.

Ὁ ἄγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τὴν παιδεία ὡς «μετάληψις ἁγιότητος» καὶ συνεχίζει «τὸν δὲ παιδεύοντα οὐ διὰ ρημάτων μόνον ἀλλὰ διὰ πραγμάτων παιδεύειν χρῆ». Δηλαδή, ὄχι μόνο θεωρητικὰ πρέπει νὰ ἐκπαιδεύεται κάποιος, ἀλλὰ καὶ μὲ ὑπόδειγμα ζωῆς. Πρέπει νὰ φεύγει ἀπὸ τὴ θεωρία καὶ νὰ ὁδηγεῖται στὴ πράξη, ὥστε ἡ παιδεία νὰ λάβει σάρκα καὶ ὀστᾶ.

Κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, προγύμναση εἶναι «τοὶς ἔξω προτελεσθέντες καὶ κατόπιν ἀπορρήτων ἐπακουσόμεθα παιδευμάτων». Τὴν βλέπει ὡς ἕνα στάδιο προετοιμασίας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἡ κατάργηση τῆς ἐκμάθησης τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀπὸ τὰ σχολεῖα ἐξυπηρετεῖ ὕπουλες, ὑστερόβουλες καὶ μακροχρόνιες σκοπιμότητες. Κάποιες σκοτεινὲς δυνάμεις ἀφοῦ δὲν μποροῦν νὰ κυνηγήσουν καὶ νὰ πλήξουν τοὺς Χριστιανούς, θὰ πλήξουν τὴν νέα γενιὰ καὶ τὶς ἑπόμενες, προσφέροντας ἀμορφωσιὰ καὶ μὲ ἕναν ἄλλο τρόπο. Πῶς; Ἀφαιρώντας τοὺς τὸ δικαίωμα μάθησης τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν, τὴν γλώσσα τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν προγόνων τους. Μὲ συνέπεια; Ἀδυναμία μελέτης τοῦ Εὐαγγελίου, λόγω ἄγνοιας τῆς γλώσσας. Μὲ τραγικὸ ἀποτέλεσμα; Μελέτη ἀπὸ μεταποιημένα κείμενα κατὰ τὸ δοκοῦν.

Κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, «…παιδεία εἶναι ἀγαθὸ ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐμεῖς ὅμως παραδεχθήκαμε ὅτι εἶναι χρήσιμο, ἐνῶ ἀποκρούσαμε κάθε τι ποὺ ὁδηγεῖ στὴν εἰδωλολατρεία. Λοιπόν, δὲν πρέπει νὰ περιφρονοῦμε τὴν παιδεία, ἐπειδὴ μία τέτοια περιφρόνηση φαίνεται καλὴ σὲ μερικούς. Ἀντίθετα πρέπει νὰ θεωροῦμε ἀμαθεῖς καὶ ἀμόρφωτους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν αὐτὴ τὴν ἀντίληψη…»

Ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτη ἔγινε μιὰ προσπάθεια ν’ ἀπομονωθοῦν οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὴ γνώση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι ἡ ἑλληνικὴ παιδεία ἀπευθύνεται μόνο σὲ εἰδωλολάτρες καὶ ἄρα οἱ Χριστιανοὶ δὲν εἶχαν τὸ δικαίωμα οὔτε νὰ τὴν διδάσκονται, οὔτε νὰ τὴν διδάσκουν. Ξέχασε ὁ Ἰουλιανὸς ὅτι οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι τῆς ἀρχαιότητας ἀμφισβήτησαν τὰ εἴδωλα καὶ ὅπως ὁ Σωκράτης θυσιάστηκε γι αὐτή του τὴν ἀμφισβήτηση.

Ἀπαντώντας στὸν Ἰουλιανὸ ὁ ἄγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔγραψε: «Πῶς ἐννοεῖς καὶ πῶς ἀντιλαμβάνεσαι τὸν ἑλληνισμό, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ παιδεία;» Τότε ἀπὸ τὴν παιδεία ἔπρεπε ν’ ἀποσυρθοῦν καὶ οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι, ποὺ ὅπως ἀναφέραμε ἀμφισβήτησαν τὰ εἴδωλα. Ἂς φανταστοῦμε μία ἑλληνικὴ παιδεία χωρὶς Σωκράτη καὶ Πλάτωνα, γὶ αὐτὸ ὁ ἄγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συνεχίζει λέγοντας: «Δική μου εἶναι ἡ δύναμη τῆς παιδείας καὶ ὅσων ἀγαπῶ. Αὐτὴν ἀσπάστηκα καὶ ἀσπάζομαι ὡς πρώτη μετὰ τὸν Πρῶτο».

Ἡ τρυφερὴ ψυχὴ τοῦ ἄγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἀγάπησε βαθειὰ τὴν Ἑλλάδα, τὸν πολιτισμό της, τὴν σοφία της καὶ μάλιστα αὐτὴ τὴν σοφία τῶν Ἑλλήνων, ποὺ τοὺς ὁδήγησε στὸν Χριστὸ χωρὶς διωγμοὺς καὶ ἐπιβολές, ὅπως προσπάθησαν νὰ μεταστρέψουν τοὺς Χριστιανοὺς οἱ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες, ἐξαπολύοντας ἀπηνεῖς διωγμούς. Αὐτὸ ὁ ἄγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θὰ τὸ ἐκφράσει μὲ τὰ παρακάτω λόγια: Ἑλλάδα μου, ἀγαπημένη, ὅπου πέρασα τή νεότητά μου καί ὅσα μέ συγκροτοῦν καί σῶμα μου, σᾶς ἀγαπῶ, διότι προθύμως δοθήκατε στόν Χριστό».

Πραγματικὰ ὁ ἄγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀφιέρωσε πολὺ χρόνο στὴ μελέτη τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καὶ στὰ ποιήματά του «Ἱστορικὰ Ἔπη», σημειώνει τὰ ἑξῆς: «Μόχθησα καὶ ἀφιέρωσα πολὺ κόπο καὶ χρόνο, μάζεψα πολλὴ σοφία ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη Ἀνατολή, Δύση, Ἀθήνα. Ὅμως ὅλη αὐτὴ τὴ σοφία τὴν ἔθεσα στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ.

Ο Μ. Βασίλειος ἀναφέρει τὰ παραδείγματα τοῦ Μωυσῆ ποὺ γνώρισε τὴν παιδεία τῶν Αἰγυπτίων καὶ τοῦ Δανιὴλ ποὺ ἦρθε σ’ ἐπαφὴ μὲ τὴ χαλδαϊκῆ σοφία. Οἱ γνώσεις αὐτὲς τοὺς βοήθησαν νὰ κατανοήσουν περισσότερο τὴ Θεία Σοφία.

Ὅπως ἀναφέραμε οἱ Πατέρες ἐντρύφησαν στὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ παιδεία ὡς μέλισσες. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐκφράζει ὁ Μ. Βασίλειος ἀπευθυνόμενος πρὸς τὰ ἀνήψια του, ἀλλὰ καὶ γενικότερα πρὸς ὅλους τοὺς νέους: «Μὴ πάσιν ἐφεξῆς προσέχειν». Δηλαδή, δὲν πρέπει νὰ δίνουμε προσοχὴ σ’ ὅλα τὰ διδάγματα. Ὅταν διηγοῦνται πράξεις ἢ λόγια ἀγαθῶν ἀνδρῶν, πρέπει νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε καὶ νὰ τοὺς θαυμάζουμε, προσπαθώντας νὰ τοὺς μοιάσουμε. Ὅταν ὅμως εἰκονίζουν πονηροὺς καὶ κακοήθεις ἀνθρώπους, πρέπει νὰ τοὺς ἀποφεύγουμε.

Μάλιστα γιὰ νὰ δείξει στοὺς νέους ὁ Μ. Βασίλειος, ὅτι καὶ σπουδαία πρόσωπα τῆς ἀρχαιότητας πλησίασαν τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, χωρὶς νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστό, ἀναφέρει μερικὰ παραδείγματα.

  • Λόγια τοῦ Σόλωνα πρὸς τοὺς πλουσίους: «Πλούτου δ’ οὐδὲν τέρμα». Ἡ ἱκανοποίηση τοῦ πλούτου δὲν ἔχει τέλος. Ἐμεῖς δὲν θ’ ἀνταλλάξουμε τὴν ἀρετή μας μὲ τὸν πλοῦτο

  • Γνωμικὸ τοῦ Θεόγνη: Ὁ Θεὸς δίνει τὸν πλοῦτο, δὲν εἶναι δικός σου. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ εἶμαι πλούσιος, οὔτε τὸ εὔχομαι. Εἴθε νὰ μπορῶ νὰ ζῶ μὲ τὰ λίγα, χωρὶς νὰ ἔχω κανένα κακό.

  • Ποίημα Ἡσίοδου «Ἔργα καὶ Ἡμέραι»:
    • τὴν κακότητα τὴν παίρνεις εὔκολα καὶ μονομιᾶς
    • ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ ἐκεῖ εἶναι στρωμένος καὶ κοντὰ
    • μὰ στὴν ἀρετὴ ἱδρώτα ἔβαλαν οἱ θεοὶ μπροστὰ
    • μακρὺ τὸ μονοπάτι καὶ ἀνηφορικό, μὰ εἶναι τίμιο μόλο ποὺ εἶναι δύσβατο
      Λόγια που θυμίζουν Ματθαῖο: «Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης»[2]

  • Πρόδικος ὁ Κεῖος: Σοφιστὴς στὸν ὁποῖο ἀποδίδεται ἡ περίφημη ἀφήγηση γιὰ τὸν Ἡρακλῆ στὸ δίστρατο, ὅπου πραγματοποιήθηκε ὁ διάλογος τοῦ τελευταίου μὲ τὴν Ἀρετὴ καὶ τὴν Κακία.

  • Ὅμηρος: Ὁλόκληρη ἡ ποίηση τοῦ Ὁμήρου εἶναι ἕνας ὕμνος τῆς ἀρετῆς, «ἀρετῆς ἔστιν ἔπαινος» καὶ ὅλα του τὰ λεγόμενα σ’ αὐτὸ ἀποβλέπουν.

  • Βιάντας: Εἶπε στὸ γιό του ποὺ ἀναχωροῦσε γιὰ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὸν ρώτησε ποιὰ πράξη θὰ τὸν εὐχαριστοῦσε. Ἂν γίνεις ἐνάρετος.

  • Αἰσχύλος: «οὐ γὰρ δοκεὶν ἄριστος ἀλλ’ εἶναι θέλει»

  • Πυθαγόρας: «Νὰ μὴν προσευχόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἐπειδὴ δὲν ξέρουμε ποιὸ εἶναι τὸ συμφέρον μας», «Ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποσπάστηκε εἶναι ἀθάνατο», «Δὲν πρέπει στὸ Θεὸ νὰ ἀπονέμονται οἱ ἴδιες τιμὲς μὲ τοὺς ἥρωες».

  • Περικλῆς: Ἕνας ἀγοραῖος ἄνθρωπος ἔβριζε ὅλη τὴν ἡμέρα τὸν Περικλῆ, ἐνῶ αὐτὸς ἔμενε ἀδιάφορος. Ὅταν πιὰ βράδιασε καὶ σκοτείνιασε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐπιτέλους ἀπομακρυνόταν, ὁ Περικλῆς, πιστὸς στὴν ἄσκηση τῆς φιλοσοφίας, διέταξε νὰ φωτίσουν τὸν δρόμο του.
    Τὸ ἀνωτέρω θυμίζει Εὐαγγέλιο: «εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοὶς μισούσιν ἠμᾶς…»[3]

  • Σωκράτης: Κάποιος ἔπεσε πάνω στὸ Σωκράτη καὶ  τὸν κτυποῦσε στὸ πρόσωπο ἀλύπητα. Ὁ Σωκράτης δὲν ἀντέδρασε. Ὅταν σταμάτησε ὁ Σωκράτης τὸ μόνο ποὺ ἔκανε ἦταν νὰ κρεμάσει μιὰ πινακίδα στὸ λαιμό του μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ὁ τάδε τὸ ἔκανε», χωρὶς νὰ τὸν κατονομάσει, ὅπως θέτουν στοὺς ἀνδριάντες τὸ ὄνομα τοῦ τεχνίτη. Αὐτὸ ἦταν ἡ μόνη του ἐκδίκηση. Σὲ τί διαφέρει ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Σωκράτη ἀπὸ τὸ Εὐαγγελικὸ «ὅστις σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῶ καὶ τὴν ἄλλην»;

  • Ἀλέξανδρος: Μετὰ τὴ μάχη τῶν Γαυγαμήλων καὶ τὴ φυγὴ τοῦ Δαρείου ὁ Ἀλέξανδρος συνέλαβε αἰχμάλωτες τὴ σύζυγο καὶ τὶς κόρες τοῦ Δαρείου. Ἂν καὶ θαυμαστής, καθὼς μαρτυροῦν, τῆς γυναικείας ὀμορφιᾶς, οὔτε νὰ τὶς κοιτάξει ἔκρινε σωστό, ἐπειδὴ νόμιζε πὼς εἶναι ντροπὴ γιὰ τὸν νικητὴ τῶν ἀντρῶν, νὰ νικηθεῖ ἀπὸ τὶς γυναῖκες. Σάν καὶ εἶχε ὑπόψη του ὁ Ἀλέξανδρος αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Πᾶς ὁ βλέπων γυναίκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τὴ καρδία αὐτοῦ»

  • Κλεινίας ὁ πυθαγόρειος: Πρὸς ἀποφυγὴν ἑνὸς προστίμου τριῶν ταλάντων μποροῦσε νὰ ὁρκιστεῖ, ἐν τούτοις δὲν ὁρκίστηκε, ἀλλὰ προτίμησε νὰ πληρώσει μολονότι ὁ ὅρκος του θὰ ἦταν ἀληθινός. Σὰν νὰ ἄκουσε τὸ παράγγελμα τοῦ Χριστοῦ: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμὶν μὴ ὁμόσαι ὅλως».

  • Πιττακὸς ὁ Μυτιληναῖος: «χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι», δηλαδή, εἶναι δύσκολο νὰ εἶναι κανεὶς ἀγαθός. Χρειάζεται ἀδιάκοπος ἀγώνας καὶ μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ τὸ πετύχει.

  • Πλάτων: Τόσο ὁ Πλάτων ποὺ θεωρεῖ τὸ σῶμα κατοικητήριο τῆς ψυχῆς καὶ ὑποδεέστερό της, ὅσο καὶ ὁ Παῦλος ποὺ τὸ θεωρεῖ ναὸ τοῦ «ἐν ἠμίν» Ἁγίου Πνεύματος καὶ τοῦ «ζῶντος Θεοῦ» συμβουλεύουν τὴ μέτρια διατροφή του, γιατί ἔτσι θὰ ἀποφεύγονται σοβαρὲς συνέπειες γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ καταστέλλονται οἱ σαρκικὲς ἡδονές.
Μέσα ἀπ’ αὐτὲς τὶς λίγες γραμμὲς γίνεται κατανοητὸ ὅτι ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης δὲν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἀρνητικὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοί, ἀλλὰ ἐπιλεκτικὰ ἡ Ἐκκλησία κράτησε ὅτι ὀρθό, ὅτι ὄμορφο καὶ ὑψηλὸ εἶχε νὰ προσφέρει στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.

Ἀντιστοίχως παραδείγματα Πατέρων ποὺ ἐντρύφησαν στοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς ὑπάρχουν πολλά, ὅπως ὁ ἄγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἄγ. Εὐστάθιος Θέσ/κής, ὁ ἄγ. Ἰουστίνος, ὁ ἄγ. Νεῖλος Καβάσιλας, κ.ἅ.

Ἐν ὀλίγοις, ἕνα εἶναι προφανές, ἂν σώθηκε τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα, σώθηκε γιατί ἀγκάλιασε τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία Του.

Τέλος, ἕνας ἀπὸ τοὺς νεότερους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἄγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς (1714 -1779), μᾶς συμβουλεύει:

«Νὰ σπουδάζετε τὰ παιδιά σας, νὰ μαθαίνουν ἑλληνικά. Διότι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι εἰς τὴν ἑλληνικήν. Καὶ τὸ γένος μας εἶναι ἑλληνικόν. Κι ἂν δὲν σπουδάσεις Ἑλληνικά, ἀδελφέ μου, δὲν ἠμπορεῖς νὰ καταλάβεις ἐκεῖνα ποὺ ὁμολογεῖ ἡ Ἐκκλησία. Καλύτερα, ἀδελφέ μου, νὰ ἔχεις ἑλληνικὸν σχολεῖον εἰς τὴν χῶραν σου, παρὰ νὰ ἔχεις βρύσες καὶ ποτάμια».



[1] Ὁ καθηγητὴς Κωνσταντῖνος Τυπάλδος εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Θεολογικῆς σχολῆς τῆς Χάλκης
[2] Ματθαῖος 7:13-14
[3] Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

3/3 Παραδείγματα Αγίων


Έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο τον ρόλο που διαδραματίζουν οι άγιοι στη ζωή της Εκκλησίας μας. Στο παρόν θα αναφερθούμε σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Το πρώτο παράδειγμα είναι ο Απ. Παύλος. Είναι από τους κορυφαίους Αποστόλους. Παρότι ο ίδιος δεν γνώρισε τον Χριστό όσο βρισκόταν επί γης, το σύνολο της διδασκαλίας του έγινε αποδεκτό από την συνείδηση της Εκκλησίας και θεωρείται θεόπνευστο, γιατί ομολογεί και επεξηγεί την διδασκαλία του Χριστού. Πολλά όμως απ’ αυτά που μας παραδίδει, δεν τα έχει αναφέρει ούτε ο ίδιος ο Χριστός. Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει: «δι’ οὗ (τοῦ Παύλου) τὰ μεγάλα καὶ ἀπόρρητα ὁ Χριστὸς ἐλάλησε, καὶ μείζονα, ἢ δι’ ἑαυτοῦ». Πώς όμως ο Απ. Παύλος τα γνώριζε; Δι’ αποκαλύψεως, από τον ίδιο τον Χριστό.

Με τις επιστολές του Απ. Παύλου ασχολείται επισταμένως εκτός από τον ιερό Χρυσόστομο και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Σημειώνει την μεγάλη αξία των επιστολών στη ζωή της Εκκλησίας, γράφοντας «συγκροτούσιν ὅλον τὸ Χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς τοῦ Χριστοῦ Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας»  και συνεχίζει αναφέροντας λεπτομερώς ποιες διδασκαλίες του Αποστόλου ειπώθηκαν μόνον από τον ίδιο. Π.χ. 

1.      Ο Απόστολος αποκαλύπτει ότι οι άγγελοι είναι «λειτουργικά πνεύματα» και μας γνωστοποιεί τα ονόματα των αγγελικών ταγμάτων. Αυτές τις αποκαλύψεις ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τις χαρακτηρίζει «τοῦ νοητοῦ κόσμου ἡ ἀποκάλυψις», δηλαδή ότι μας γνωστοποιεί τα του νοητού κόσμου.

2.      Η σύνδεση της περιτομής του Χριστού με το βάπτισμα,  με την ταφή Του και την Ανάσταση, είναι έργο του Απ. Παύλου.

3.      Η διδασκαλία ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού, ο δε Χριστός Κεφαλή της Εκκλησίας, επίσης είναι πρωτότυπη διδασκαλία του.

4.      Μας αποκαλύπτει τον τρόπο που θα γίνει η ανάσταση των νεκρών και την κατάσταση των αναστημένων σωμάτων.

Αυτά που μας αποκαλύπτει ο Απ. Παύλος δεν είναι προσωπικοί στοχασμοί του, αλλά επειδή ενώθηκε με τον Χριστό, έλαβε Αποκαλύψεις απ’ Αυτόν. Γι’ αυτό επεξηγεί: «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἐστι κατὰ ἄνθρωπον. οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. α΄,11-12). Είναι τόσο βέβαιος για την εγκυρότητα των λόγων του, ώστε γράφει: «Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. α΄,8)

Το δεύτερο παράδειγμα είναι ο Μ. Αθανάσιος. Τους αιρετικούς τής εποχής του, οι οποίοι ισχυρίζονταν πως ο Ιησούς ήταν κατώτερος από τον Πατέρα, αντέτεινε λέγοντας ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος τῷ Πατρὶ. Κατηγορήθηκε ότι ο όρος αυτός δεν υπάρχει πουθενά μέσα στην Αγία Γραφή. Παρόλα αυτά όμως θεωρήθηκε θεόπνευστη και ορθή αυτή η διατύπωσή του.

Επίσης βαρυσήμαντη ήταν η προσφορά του στη διαμόρφωση του κανόνα της Καινής Διαθήκης. Στην 39η επιστολή του ορίζει τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης. Είναι τόσο σίγουρος για τα βιβλία που προτείνει, ώστε γράφει: «Μέλλων δὲ τούτων μνημονεύειν … ἔδοξε κάμοί προτραπέντι παρὰ γνησίων ἀδελφῶν καὶ μαθόντι ἄνωθεν ἑξῆς ἐκθέσθαι τὰ κανονιζόμενα»[1]. Εντυπωσιάζει η βεβαιότητα του αγίου που απορρέει από το «μαθόντι ἄνωθεν» και από το «καθὼς παρέδωκαν τοῖς πατράσιν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ Λόγου». Αυτή η πεποίθηση εδρεύει στην αποκάλυψη που δέχθηκε από τον Χριστό, αλλά και στην προηγούμενή του πατερική διδασκαλία.

Τρίτο παράδειγμα ο Μ. Βασίλειος. Στην εποχή του πολλοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν πως ο Θεός είναι ΕΝΑΣ, αλλά ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ. Ο άγιος διευκρινίζει τους όρους «υπόστασις», «πρόσωπον» και «ουσία» και έτσι μας παραδίδεται η διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος.

Τέταρτο παράδειγμα είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος διεκήρυξε ότι το Άγιον Πνεύμα είναι ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό, διδασκαλία που δεν αποσαφηνίζεται στην Αγία Γραφή.

Πέμπτο παράδειγμα είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Τον 14ο αιώνα γίνονταν συζητήσεις περί των ενεργειών του Θεού, αν είναι κτιστές ή άκτιστες, αν το Φως της Μεταμορφώσεως είναι άκτιστο ή κτιστό, αν υπάρχει διαίρεσις ουσίας και ενέργειας του Θεού. Στις εμπειρικές θεολογικές ερμηνείες τού αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, οι αντίπαλοί του προσπάθησαν να δώσουν γνωσιολογικές ερμηνείες. Υπήρξαν τότε πολλοί, όπως και τώρα, που δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τις διδαχές του αγίου. Ο άγιος όμως, όντας ανωτέρας πνευματικής στάθμης θεολόγος, ζούσε και γευόταν αυτά που δίδασκε. Γι’ αυτόν ήταν όλα ξεκάθαρα και ευνόητα. Είχε γίνει αποδέκτης του Άκτιστου Φωτός, που τον καθοδηγούσε «εἰς πᾶσαν ἀλήθειαν».

Από τα ανωτέρω ελάχιστα παραδείγματα ελπίζουμε να έγινε σαφής και κατανοητός ο ρόλος των αγίων στην ζωή της Εκκλησίας μας. Οι άγιοι ζώντας οργανικά εντός της Εκκλησίας και φωτιζόμενοι από το Πανάγιο Πνεύμα, δέχονται την Αποκάλυψη και έπειτα την εκφράζουν και την διδάσκουν αυθεντικά. Το Άγιον Πνεύμα σε κάθε εποχή αναδεικνύει αγίους και τους καθιστά φορείς της Αποκαλύψεως, τονίζει ο Απ. Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του, όπου επαναλαμβάνει την προφητεία του Ιερεμία: «ὅτι αὔτη ἡ διαθήκη ἣν διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραὴλ μετὰ τάς ἡμέρας ἐκείνας, λέγει ὁ Κύριος. διδοὺς νόμους μου εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν, καὶ ἐπὶ καρδίας αὐτῶν ἐπιγράψω αὐτούς, καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν» (Εβρ. 8, 10).

Οι άγιοι είναι θεόπνευστοι και απλανείς διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας. Με τις διδαχές τους δεν αναιρούν την Αγία Γραφή, αλλά την συμπληρώνουν, επεξηγώντας την. Είναι οι συνεχιστές της Πεντηκοστής μέχρι την συντέλεια του κόσμου.


[1] Νικοδήμου του Αγιορείτου, Πηδάλιον, εκδ. Παπαδημητρίου σελ. 583-584

2/3 Οι Οικουμενικές Σύνοδοι και οι Άγιοι


Η αλήθεια είναι δυνατόν να εκφραστεί από λίγους αγίους, δηλαδή την μειοψηφία και όχι από την πλειοψηφία των μελών, μιας οικουμενικής συνόδου. Μπορεί η αλήθεια να διατυπωθεί και άνευ συνόδου, π.χ. όσα μας αποκαλύπτει ο Απ. Παύλος στις επιστολές του, έγιναν αποδεκτά από την συνείδηση της Εκκλησίας χωρίς οικουμενική σύνοδο. 

Η γνησιότητα και η ορθοδοξία των συνόδων δεν στηρίχθηκε στο πλήθος των συμμετεχόντων μελών, αλλά στους αγίους που καθόριζαν την γραμμή τους. Μία πολυάριθμη σύνοδος μπορεί να χαρακτηρισθεί ληστρική και αντορθόδοξη (όπως και συνέβη), γιατί η θεολογία της δεν επηρεάστηκε από τους αγίους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ληστρική σύνοδος της Δρυός, που εκδίωξε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Το πλήθος των επισκόπων δεν επιλύει πάντοτε ένα ζήτημα, όχι ότι και αυτό δεν συμβαίνει, αλλά συνήθως επηρεάζεται από την αυθεντική πίστη των μετεχόντων αγίων.

Η σύγκληση οικουμενικών συνόδων είναι μια μέθοδος επίλυσης προβλημάτων, όχι όμως και η μοναδική. Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτονται οι σύνοδοι, απλώς η θεοπνευστία των συνόδων αυτών γίνεται αποδεκτή από την συνείδηση της Εκκλησίας μόνον όταν εκφράζουν την αλήθεια, όπως αυτή μας παραδόθηκε. Οι σύνοδοι μπορούν να διατυπώσουν και να ερμηνεύσουν την Αγία Γραφή, ποτέ όμως το αντίστροφο. Σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «ὅθεν  καὶ παρὰ πάντων, οὐχὶ ἡ θεία Γραφή, ἀλλ’ ἡ Οἰκουμενικὴ σύνοδος ἀνακηρύττεται ὁ ἔσχατος κριτὴς τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων»[1]. Οι προτεστάντες που διατήρησαν την Αγία Γραφή, αλλά απέρριψαν τις συνόδους και την παράδοση της Εκκλησίας μας, οδηγήθηκαν σε λάθος ερμηνείες, που είναι αιρετικές για την Ορθοδοξία.

Απορίας άξιον είναι πώς τα πρώτα χριστιανικά χρόνια που η Εκκλησία λειτουργούσε χωρίς συνόδους, ερμηνευόταν η Αγία Γραφή; Τότε εκφραζόταν η αλήθεια από τους Πατέρες των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Όταν ανέκυψαν αιρετικές δοξασίες, η Εκκλησία αποφάνθηκε πατερικώς και συνοδικώς. Δηλαδή, αν δεν υπήρχαν αιρετικές διδασκαλίες, δεν θα ήταν απαραίτητη η σύγκλιση συνόδων. Η αλήθεια όμως θα συνέχιζε να εκφράζεται μέσω των αγίων. Ούτως ή άλλως οι σύνοδοι, όπως αναφέρθηκε, στηρίχθηκαν στην πατερική διδασκαλία. Αυτό θα γίνει κατανοητό αν ανατρέξουμε στις αποφάσεις των συνόδων.

Η Α΄ οικουμενική σύνοδος στηρίχθηκε στην θεολογία του Μ. Αθανασίου. Η Β΄ στην θεολογία του Μ. Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Γρηγορίου Νύσσης. Στην Γ΄ οικουμενική σύνοδο τον σημαντικότερο ρόλο διαδραμάτισε ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Αυτό συνέβαινε σ’ όλες τις συνόδους έως και την Ζ΄ όπου επεκράτησε η θεολογία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Αργότερα οι σύνοδοι του 1341, 1347, 1351 στηρίχθηκαν στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Τοιουτοτρόπως κατανοείται η απλανής διδασκαλία των αγίων πριν και μετά τις συνόδους. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας» μνημονεύονται όλοι αυτοί οι άγιοι, που με την θεοπνευστία τους καθοδήγησαν ορθά την Εκκλησία: «Γρηγορίου τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης … καὶ δὴ τοὺς θεολόγους ἐξηγητὰς (τῶν γραφῶν) τούτων ἀνακηρύξαντος, Ἀθανάσιον φημὶ καὶ Βασίλειον, Γρηγόριον καὶ Ἰωάννη τὸν Χρυσορρήμονα, Κύριλλόν τε πρὸς τούτοις καὶ Μάξιμον τὸν σοφὸν καὶ τὸν ἐν Δαμασκοὺ Θεορρήμονα … αἰωνίᾳ ἡ μνήμη»[2]

Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας έχοντας συνειδητοποιήσει ότι οι άγιοι Πατέρες καθοδηγούνται από το Άγιον Πνεύμα και αυτοί με την σειρά τους νουθετούν τις συνόδους, γράφει προς τον Ιωάννη Αντιοχείας, ο οποίος δυσκολευόταν να κατανοήσει την ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας: «…μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες σου. οὐ γὰρ ἦσαν αὐτοὶ οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς …»[3]. Η ίδια θέση προβάλλεται και στις αποφάσεις της Α΄ οικουμενικής συνόδου, που επισημαίνει «…τὴν δὲ ἀπλανῆ, τῶν Πατέρων ἀνανεωσάμενοι πίστιν…»[4]. Υπάρχει δηλαδή, η βεβαιότητα στη σύνοδο ότι ακολουθούν την διδασκαλία των προηγουμέων αγίων πατέρων, γι αυτό και συνεχίζουν τονίζοντας «Ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις Πατράσιν…»[5]

Κατ’ αυτό τον τρόπο εκφράζονται στις αποφάσεις τους όλες οι σύνοδοι. Και ενώ θα μπορούσαν να αναφέρουν μόνο ότι ακολουθούν τις προηγούμενες συνόδους, εν τούτοις τονίζουν πάντοτε τους Πατέρες που τις καθοδήγησαν. Ειδοποιός είναι ο όρος «πίστεως» της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που αναφέρει: «Ἑπομένη τε ταῖς τε ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς πέντε Συνόδους καὶ τοῖς ἁγίοις καὶ ἐγκρίτοις Πατράσι καὶ συμφώνως ὁρίζουσα ὁμολογεῖ…»[6].

Εκ των ανωτέρω θεωρούμε πως έγινε κατανοητός ο ρόλος των αγίων στην ζωή της Εκκλησίας μας. Προηγήθηκε η θέωση των αγίων Πατέρων, οι οποίοι συμμετέχοντας σε οικουμενικές συνόδους εξέφραζαν την θεοπνευστία τους. Αυτούς ακολουθούντες και εμείς θα είμαστε σίγουροι για την ορθότητα της πίστεώς μας.

(Συνεχίζεται…)


[1] Πηδάλιον, εκδ. Παπαδημητρίου 1970, σελ.120
[2] Ι. Ρωμμανίδου, Κείμενα δογματικής και συμβολικής θεολογίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Εκδ. Πουρναρά, Θεσ/κη 1972, σελ.340
[3] Ένθα ανωτέρω σελ.40
[4] Ένθα ανωτέρω σελ.42
[5] Ένθα ανωτέρω σελ.45
[6] Ένθα ανωτέρω σελ.80