Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019


Η προσφορά του Χριστιανισμού στον πολιτισμό
Είναι ιδιαίτερα απαράδεκτο και λυπηρό το εγχείρημα, που πραγματοποιείται εκ μέρους των νεοδειδωλολατρών, μετά από 20 ολόκληρους αιώνες συμπόρευσης Χριστιανισμού και Ελληνισμού, να εμφανίζονται στη σύγχρονη Ελλάδα μερικοί συμπατριώτες μας που εν ονόματι τού Ελληνισμού, της ελληνικότητας και της Ελλάδας να στρέφονταν συλλήβδην εναντίον της χριστιανικής θρησκείας, καλώντας σε επιστροφή στη λατρεία των ειδώλων, στην ειδωλολατρία, στον παγανισμό και στον πολυθεϊσμό! (Νεοπαγανισμός: πίσω ολοταχώς! του Γεωργίου Μπαμπινιώτη καθηγητή Γλωσσολογίας τ. πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών).
Πολλοί νεοδαμώδεις διανοητές θέτουν από καιρού εις καιρόν στα τηλεοπτικά πάνελ ένα ψευδές δίλημμα, προσπαθώντας να κατευθύνουν τη σκέψη ενός αδαούς κοινού: το Βυζάντιο, λέγουν, αντιτάχθηκε στην αρχαιότητα, την οποία και συνέθλιψε. Για τον λόγο αυτόν, καταλήγουν, εμείς είμαστε Έλληνες και όχι Ρωμιοί, δηλαδή μισαλλόδοξοι, εχθρικοί απέναντι στο αρχαιοελληνικό κάλλος. Στη σκέψη τους συμπαρασύρουν και άλλα επιχειρήματα, του τύπου γιατί στα σχολεία να διδάσκεται το εβραϊκό ιστορικό παρελθόν της Παλαιάς Διαθήκης και άλλα τέτοιου είδους συναμφότερα φληναφήματα προκαλώντας τη σύγχυση στο κοινό, πού μπορεί να εντυπωσιάζεται από νεόκοπες ιδέες. (Κωνσταντίνος Ακριβόπουλος, Καθημερινή 16-6-2002, Ελληνορθόδοξη Παράδοση: Ρίζωμα και προοπτική).
Ένα από τα ηχηρότερα επιχειρήματα των Νεοπαγανιστών εναντίον του Χριστιανισμού είναι το περί συστηματικής και οργανωμένης δήθεν καταστροφής των αρχαίων μνημείων, που έχει προσλάβει την μορφή ενός στερεότυπου μύθου, αναπαραγόμενου κατά της περιστάσεις. Συκοφαντούν επανειλημμένως και συστηματικά την Ορθόδοξη Εκκλησία, όσον αφορά την προσφορά της στον πολιτισμό. Διαδίδουν προφορικώς ή γραπτώς ανιστόρητα στοιχεία και τεκμηριώσεις από ελάχιστα συμβάντα στην μακραίωνη ιστορία της Εκκλησίας. Αναφέρουν ότι δεν σεβάστηκε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ότι δεν προσέφερε στην πνευματική ανθρώπινη εξέλιξη και πως ενδιαφερόταν μόνο για την προώθηση μιας «ρασοφορεμένης» κυριαρχίας. Όσοι υποστηρίζουν τα ανωτέρω ή έχουν άγνοια ιστορίας ή ψεύδονται.
Δια μέσου του άρθρου αυτού θα γίνει μια μικρή παρουσίαση του μεγαλείου και της προσφοράς της Ορθοδοξίας και γενικότερα του Χριστιανισμού σε όλα τα επίπεδα της ζωής κοινωνική, επιστημονική, τέχνη, ανθρωπισμός, πολιτισμός, γράμματα κλπ. Όσοι έχουν την διάθεση αντικειμενικά και με πειστήρια να γνωρίσουν τα ιστορικά γεγονότα, τότε θα δουν μια άλλη εικόνα απ’ αυτή που συχνά-πυκνά παρουσιάζεται.
Ας ξεκινήσουμε από το κήρυγμα του Χριστού, ο οποίος εισάγει την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, καταργεί φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις, δεν ξεχωρίζει πλούσιους από φτωχούς. Καταργεί τον λιθοβολισμό, όπως στην περίπτωση της πόρνης γυναικός. Καταργεί την δουλεία. Δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ ανδρών-γυναικών. Απαγορεύει τα διαζύγια στους άνδρες, που μ’ αυτόν τον τρόπο απέπεμπαν τις συζύγους τους για να νυμφευτούν νεότερες. Βάλλει κατά της κοινωνικής αδικίας. Διδάσκει την διακονία και όχι την καταδυνάστευση των ανθρώπων. Και το σημαντικότερο, πρωτοπόρο και επαναστατικό διδάσκει την αγάπη ακόμα και προς τους εχθρούς μας.
Οι Απόστολοι συνεχίζοντας το κήρυγμα του Διδασκάλου τους, θα διατρέξουν όλο τον τότε γνωστό κόσμο και θα φέρουν τα λόγια Του σ’ όλους τους ανθρώπους. Ο Απ. Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του αναφέρει: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ˙ πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3,28). Ιδού, η απόλυτη ισότητα μεταξύ των ανθρώπων!
Οι πρώτοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν απορρίπτουν την αρχαιοελληνική κλασική παιδεία, αλλά πραγματώνουν σύνθεση με το χριστιανικό τρόπο σκέψης και ζωής. Σπουδάζουν σε σχολές εθνικών. Χρησιμοποιούν την αρχαία ελληνική σκέψη στην προσπάθεια τους να προσεγγίσουν το θείο. Όπως π.χ. ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία στη Ναζιανζό, στη Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε δάσκαλο στη ρητορική τον Λιβάνιο (ειδωλολάτρης) και στην φιλοσοφία τον Ανδραγάθιο. Άσκησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου ή του ρητοροδιδασκάλου. Ο Μέγας Βασίλειος έμεινε στην Αθήνα 4 χρόνια και σπούδασε ελληνική φιλολογία, φιλοσοφία, ρητορική, γεωμετρία, αστρονομία και ιατρική. Παρομοίως και πολλοί άλλοι.
Δεν απορρίπτουν λοιπόν την επιστημονική γνώση, αλλά την ειδωλολατρική θρησκεία. Στο πρόσωπό τους η πτωχευμένη ελληνική φιλοσοφία θα αναγεννηθεί μέσα από το πρόσωπο του Χριστού. Θα αναγεννηθεί το ενδιαφέρον για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Πυθαγόρα και τους άλλους φιλοσόφους. Ο Βασίλειος Τατάκης στο βιβλίο του La philosophie byzantine (Παρίσι 1949) αναφέρει: «Η βυζαντινή φιλοσοφία είναι η χριστιανική μορφή του ίδιου ελληνικού λόγου του μεγάλου φίλου της θεωρίας. Αν ο λόγος άλλαξε το ένδυμά του και εξεδύθη το χριστιανικό πνεύμα, ως προς τα άλλα μένει ο ίδιος ελληνικός λόγος». Ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του «Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα» (Εκδόσεις Δόμος 1992) δηλώνει: «Οι λόγιοι και θεολόγοι της Ρωμανίας[1] αποτέλεσαν τους συνεχιστές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας».
Ως συνεχιστές λοιπόν του φιλοσοφικού πνεύματος της αρχαίας Ελλάδας θα διαφυλάξουν τα συγγράμματα όλων των κλασικών φιλοσόφων. Αν δεν υπήρχαν οι λόγιοι και οι αντιγραφείς Πατέρες της Εκκλησίας μας και ιδιαίτερα οι μοναχοί, δεν θα γνωρίζαμε τίποτε για τους κλασικούς συγγραφείς. Αυτοί διέσωσαν όλα τα αρχαία κείμενα αντιγράφοντάς τα και μάλιστα ακόμη και του Αριστοφάνη παρόλο που ήταν «ελευθερόστομος».
Ο Jacques Bompaire, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, γράφει: «Τα έργα της αρχαίας Ελλάδας, η παράδοση των αρχαίων Ελλήνων, διασώθηκαν και έφθασαν ως την νεώτερη Ευρώπη, την Ευρώπη της Αναγέννησης, βασικά μέσω της Ρωμανίας. Αυτό οφείλεται κατά πολύ στη γλωσσική συνέχεια, αλλά και στην αδιάλειπτη δράση των αντιγραφέων, βιβλιοθηκαρίων, φιλολόγων και συγγραφέων της Ρωμανίας. Χωρίς αυτούς δεν θα μας είχαν απομείνει παρά ίχνη ελάχιστα μιας απέραντης κληρονομιάς».
A History of Science” (Cambridge 1946, p.47): «Η βυζαντινή αυτοκρατορία παρέμεινε το θεμέλιο του πολιτισμού δια μέσου των δυσχερέστερων χρόνων του βαρβαρισμού στη δυτική Ευρώπη».
History of Libraries in the Western World”, Michael H. Harris, Scarecrow 1995: «Τουλάχιστον το 75% των γνωστών σήμερα Αρχαίων Ελλήνων κλασσικών συγγραφέων μάς έγιναν γνωστοί μέσω Βυζαντινών χειρογράφων».
Το σπάσιμο των ειδώλων καταδικάστηκε από τη σύνοδο της Ελβίρα (306 μ.Χ.), η οποία, στον 60ο κανόνα της αποφάσισε ότι κάθε Χριστιανός που καταδικαζόταν σε θάνατο από τους Ρωμαίους, επειδή έσπασε αγάλματα, δεν θα καταγραφόταν ως μάρτυρας. Η σύνοδος της Καρθαγένης (419 μ.Χ.) επιφόρτισε τους επισκόπους με την καταστροφή χριστιανικών ναϊδρίων που είχαν ανεγερθεί αυθαίρετα από δεισιδαίμονες Χριστιανούς (κανόνας πγ΄). Εσφαλμένες ενέργειες και παρεκτροπές κάποιων επισκόπων ή μοναχών ασφαλώς και δεν σημαίνουν ότι αποτελούσαν πολιτική της Εκκλησίας. Ουδέποτε η Εκκλησία (δηλαδή τα επίσημα συλλογικά όργανά της) επιφόρτισε επισκόπους με την καταστροφή ειδωλολατρικών ιερών. Ο ιερός Χρυσόστομος θεωρεί καύχημα των Χριστιανών ότι πολλά εθνικά βιβλία τα έσωσαν από τον αφανισμό οι ίδιοι (PG 50, 537B): «Κι αν έτυχε κάποιο να έχει διασωθεί, αυτό μπορεί κανείς να το βρει στα χέρια των Χριστιανών».Και προσθέτει: «Οι Χριστιανοί δεν είναι σωστό να καταστρέφουν την πλάνη με τον εξαναγκασμό και τη βία, αλλά να απεργάζονται τη σωτηρία των ανθρώπων με την πειθώ, το λόγο και την ηπιότητα». (αγίου Ιωάννη Χρυσόστομου, Λόγοι εις τον μακάριον Βαβύλαν, PG 50, 537 C).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον «Κατά Ιουλιανού» λόγο του, ο οποίος γράφτηκε αμέσως μετά τον θάνατο του Ιουλιανού, την αποτυχία του διωγμού των Χριστιανών από τους Παγανιστές και την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού γράφει: «Ας μη χρησιμοποιήσουμε την ευκαιρία με απληστία, ας μην απολαύσουμε με ηδονή την εξουσία, ας μη γίνουμε πικροί σε εκείνους που μας αδίκησαν, ας μη κάνουμε αυτά τα οποία καταδικάσαμε. Αλλά αφού απολαύσαμε την μεταβολή, όσο για να αποφύγουμε τα δεινά, ας μισήσουμε ό,τι έχει σχέση με αντεκδίκηση. (....) Ας μη θελήσουμε λοιπόν να αναμετρηθούμε στην οργή, (....) Ας γίνουμε κατά τούτο ανώτεροι και υψηλότεροι από εκείνους που μας αδίκησαν. Ας δείξουμε τι διδάσκουν σε εκείνους μεν οι δαίμονες, με τι εκπαιδεύει εμάς ο Χριστός ο οποίος, αν και υπερείχε εκείνων τα οποία έπαθε ενίκησε τελικώς με εκείνα που μπορούσε να κάνει και δεν έκανε (....) Ας αυξήσουμε το μυστήριο με αγαθότητα». (Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Κατά Ιουλιανού λόγος στηλιτευτικός Β΄, 36).
Και το ότι, μέσα στο ανταποδοτικό πάθος πολλών «χριστιανών», που τον 4ο αιώνα πέρασαν στην εποχή της «revanche», κατεστράφησαν αρχαιοελληνικά μνημεία, που συντηρούσαν την λατρεία των ειδώλων, είναι γεγονός. Οι φανατικοί, βέβαια, δεν έλειπαν - όπως σε κάθε εποχή - αλλά οι προτροπές τους για καταστροφή, κατά κανόνα, έπεφταν στο κενό. Ειδικά όμως στη Χριστιανική πίστη της αγάπης, οι φανατικοί είναι πάντα εξαίρεση και μεμονωμένες περιπτώσεις. Αυτοί με ελάχιστες σποραδικές πράξεις, αντίθετες προς την ίδια τη Χριστιανική πίστη, δίνουν αφορμές στους κακοήθεις, να κατηγορήσουν το σύνολο των Χριστιανών. Το διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου (191-193 μ.Χ.) αναφέρει απαγόρευση λατρείας σε αρχαία ιερά και την είσοδο στους ναούς, δεν εντέλλεται όμως την καταστροφή τους. Άλλωστε δεν φαίνεται ανασκαφικά τουλάχιστον τέτοια καταστροφή. Τα μεγάλα κέντρα της αρχαίας λατρείας, εκείνα ακριβώς που θα έπρεπε λογικά να υποστούν την μεγαλύτερη καταστροφή, όπως οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Δωδώνη, τα ιερά των Αθηνών κ.α. δεν φαίνεται ανασκαφικά τουλάχιστον να έπαθαν ζημιές από ανθρώπινο χέρι στα τέλη του 4ου αιώνα. Εξάλλου, πολλοί ναοί της αρχαίας λατρείας σώθηκαν ως τις μέρες μας σχεδόν ανέπαφοι, κυρίως στην κάτω Ιταλία και την Σικελία, όπου επίσης βασίλευε ο Μ. Θεοδόσιος, αλλά και στην κυρίως Ελλάδα, όπως το συγκρότημα της Ακροπόλεως των Αθηνών, ο ναός του Ηφαίστου (Θησείον) και ο ναός του Ιλισσού». Μάλιστα στον Θεοδοσιανό Κώδικα (XVI 10,25) «επιτρέπεται στους Χριστιανούς να μετατρέπουν τους αρχαίους ναούς σε χριστιανικούς» και γι' αυτό δεν καταστράφηκαν, αλλά σώθηκαν αυτούσιοι (βλ. τον αρχαίο ναό κάτω από τον ανηγερμένο από την Αγία Ελένη τον δ΄ αιώνα ναό της Παναγίας της Καταπολιανής ή Εκατονταπυλιανής στην Πάρο που ανεκάλυψε ο μεγάλος αρχαιολόγος Α. Ορλάνδος). (Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Mεταλληνός. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστήμιου Αθηνών. Από το συνέδριο που οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη από την εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών με θέμα: Φαινόμενα Νεοειδωλολατρείας).
Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI.10.8, Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος προς Παλλάδιο, Δούκα της Οσροηνής (30 Νοεμβρίου 382 μ.Χ.): «Με την έγκριση του δημοσίου συμβουλίου διατάσσουμε ότι οι ναοί όπου προηγουμένως σύχναζαν τα πλήθη, και που βρίσκονται ακόμα σε δημόσια χρήση, θα παραμείνουν ανοικτοί. Έτσι θα μπορούν τα πλήθη γηγενών και επισκεπτών να βλέπουν το ναό. Η αξία των αγαλμάτων, που βρίσκονται μέσα στους ναούς, θα υπολογίζεται με βάση την αισθητική τους και όχι τον ιερό τους χαρακτήρα.(..)»
Κατηγορήθηκαν οι Χριστιανοί ότι κατέστρεψαν αρχαίους ειδωλολατρικούς ναούς. Οι καλλιεργημένοι Χριστιανοί αντιμετώπισαν τα αρχαία ιερά ως έργα τέχνης και όχι ως κατοικία δαιμόνων. Ο βανδαλισμός ιερών αντικειμένων (από Χριστιανούς Έλληνες) ήταν πράξη σπάνια στην Ελλάδα. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν μεμονωμένες. Η γενική εντύπωση από την Ελλάδα είναι ότι η φθίνουσα αρχαία πίστη ενέπνεε στους νεοφώτιστους Χριστιανούς, παρά την δομική μισαλλοδοξία της θρησκείας τους, σεβασμό και συχνά κάποια συγκίνηση. (Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Mεταλληνός). Ίσως ήταν αναπόφευκτο, μετά από αιώνες κατασχέσεων περιουσιών, διωγμών, ανελέητων βασανιστηρίων, σφαγών από τις ρωμαϊκές αρχές, κάποιοι Χριστιανοί όταν ένοιωσαν ότι έχουν εξουσία να προέβησαν σε καταστροφές, αλλά μη οργανωμένες. Απόδειξη του ανωτέρω είναι πως αν οι καταστροφές συνεχίζονταν για πλέον των 1.000 ετών, σήμερα δεν θα υπήρχε απολύτως τίποτα. Όμως τα ήδη υπάρχοντα μνημεία διαψεύδουν τους κατήγορους. Πιθανόν αγνοούν ότι ακόμη και προ Χριστού, ήταν σύνηθες πως όταν εγκαταλείπονταν ένας αρχαίος ναός, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τα οικοδομικά υλικά για άλλους λόγους, όπως πχ να χτίσουν έναν άλλο ναό ή άλλα κτίρια ή και τα σπίτια τους ακόμα. Και αυτό συνέβαινε διότι τα δομικά υλικά ήταν σπάνια και τα μεταφορικά μέσα δύσκολα έως ανύπαρκτα. Συχνά παρατηρούμε απομεινάρια αρχαϊκού ναού να χρησιμοποιούνται σε νεότερο ναό, που χτίζονταν πάνω στα ερείπια του προηγουμένου.
Σύμφωνα με τους Νεοπαγανιστές, οι υπεύθυνοι της καταστροφής των αρχαίων ειδωλολατρικών ναών, είναι οι Χριστιανοί. Σύμφωνα με την Αρχαιολογική σκαπάνη όμως, και την καταγεγραμμένη ιστορία, άλλοι είναι οι υπεύθυνοι της καταστροφής της συντριπτικής πλειονότητας των αρχαίων ειδωλολατρικών ναών: Κυρίως οι ίδιοι οι Ειδωλολάτρες! Μία ακόμα Νεοπαγανιστική συκοφαντία διαψεύδεται! (http://www.oodegr.com).
Τα ακόλουθα στοιχεία προέρχονται από το: "Αρχαίοι Ελληνικοί Ναοί" του T. Spawforth, εκδ. Ελευθερουδάκη, 2006. Ο συγγραφέας είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Newcastle-upon-Tyne, πρώην βοηθός διευθυντή της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα και έλαβε μέρος σε πολλές ανασκαφές στον ελληνικό χώρο. Άραγε ποιοι άλλοι, (αν όχι οι ίδιοι οι Παγανιστές), είναι υπεύθυνοι για τις περισσότερες από τις ακόλουθες καταστροφές ειδωλολατρικών ναών; Αυτές οι καταστροφές γιατί δεν ενοχλούν τους Νεοπαγανιστές;
Κατεστραμμένοι ναοί, από ανθρώπινη επέμβαση (ως λατομεία ή για άλλες χρήσεις) ή από εγκατάλειψη, ή από πυρκαγιά, πριν από τον Χριστιανισμό ή μετά τη βυζαντινή εποχή. Όπως:
Στην Αγορά της Αθήνας, ο ναός του Άρη είχε γκρεμιστεί και μέλη του βρέθηκαν ενσωματωμένα στο τείχος της πόλης το οποίο χτίστηκε περίπου στα 280 μ.Χ. (σ. 136).
Στην Παλλήνη, η ανοδομή ενός ναού μεταφέρθηκε στην Αγορά για το κτίσιμο του ναού του Άρη (σ. 144).
Στο Σούνιο, ο εκεί ναός του Ποσειδώνα «ενδέχεται να περιλαμβάνεται σε εκείνους που κατέστρεψε ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας το 200 π.Χ.» (σ. 146).
Στην αρχαία Ολυμπία, ο ναός της Ήρας «όταν η πόλη της Ολυμπίας οχυρώθηκε, γύρω στο 267 μ.Χ., το Ηραίο εγκαταλείφθηκε και η στέγη του κατέρρευσε μετά από σεισμό λίγο πριν από το 400 μ.Χ.» (σ. 152).
Στην Αρχαία Ολυμπία, ο ναός της Μητρός (Μητρώον) «κατεδαφίστηκε, όταν η Ολυμπία οχυρώθηκε γύρω στο 267 μ.Χ.» (σ. 154).
Στο Σούνιο, ο ναός της Σουνιάδας Αθηνάς «πρέπει να καταστράφηκε από τον Φίλιππο Ε’ και κατόπιν να εγκαταλείφθηκε. Τον 1ο ή τον 2ο αιώνα μ.Χ. έξι κίονες του ναού μεταφέρθηκαν για δεύτερη χρήση στην αθηναϊκή Αγορά» (σ. 146).
Στη Νεμέα της Πελοποννήσου, υπήρχε το ιερό του Δία. «Τον 1ο αιώνα π.Χ. όμως, η εορτή είχε μεταφερθεί στο Άργος και όταν ο Παυσανίας επισκέφθηκε το ιερό, ο ναός του Δία είχε μείνει αστέγαστος και το άγαλμα του θεού είχε εξαφανιστεί» (σ. 161).
Στην Ερέτρια της Εύβοιας ο ναός του Απόλλωνα «τον 1ο αιώνα μ.Χ. είχε γίνει χώρος λατομείου» (σ. 166).
Στην Ερέτρια ο ναός του Διονύσου «υπέστη ζημιές κατά τη ρωμαϊκή δήωση της Ερέτριας το 198 π.Χ., αφού τρία από τα τρίγλυφά του χρησιμοποιήθηκαν εκ νέου στα τείχη της πόλης κατά την περίοδο εκείνη» (σ. 167).
Στη Λιβαδειά ένας ναός έμεινε ημιτελής, «είτε λόγω του μεγέθους είτε λόγω των διαδοχικών πολέμων», όπως λέει ο Παυσανίας (σ. 169).
Στην Καλυδώνα της Αιτωλίας, υπήρχε το ιερό της Άρτεμης Λαφρίας. Όταν η πόλη μεταφέρθηκε το 30 π.Χ. στην Πάτρα, «η ανοδομή του ναού ίσως αφαιρέθηκε ή μεταφέρθηκε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους» (σ. 174).
Στη Μίλητο υπήρχε ναός της Αθηνάς. «Η συστηματική λεηλασία του οικοδομικού υλικού ξεκίνησε από την καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες» (σ. 204).
Στους Δελφούς, ο ναός του Απόλλωνα αφού «επέζησε» και μετά την έλευση του Χριστιανισμού, εγκαταλείφθηκε τελικά κατά τη διάρκεια των σλαβικών επιδρομών (ύστερος 6ος αιώνας μ.Χ.)» (σ. 171).
Στην Αίγινα, στο ναό της Αφαίας, «οι μετόπες που απουσιάζουν ίσως αφαιρέθηκαν ως έργα τέχνης ήδη από της ρωμαϊκούς χρόνους. Αργότερα, μεγάλο μέρος του ναού κατέρρευσε, εν μέρει εξαιτίας της κλοπής των μεταλλικών συνδέσμων του» (σ. 149).
Στη Ρόδο, υπήρχε ναός του Δία Πολιέα και της Αθηνάς πολιάδας. «Και οι δυο ναοί προσέφεραν οικοδομικό υλικό για τα τείχη της μεσαιωνικής Ρόδου» (σ. 182).
Και πολλοί άλλοι της αρχαίας ελλαδικής επικράτειας.
Ο Πλούταρχος αναφέροντας την παρακμή των αρχαίων μαντείων, γράφει μεταξύ άλλων παραδειγμάτων πανάρχαιων μαντείων που σίγησαν στην εποχή του, ότι το ίδιο το δελφικό μαντείο, άλλοτε είχε δύο «προφήτιδες» και μια τρίτη εφεδρική, ενώ στην εποχή του (1ος-2ος μ.Χ. αι.) μια ήταν αρκετή «Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων». Ο Παυσανίας (2ος μ.Χ. αι.) αναφέρει πλήθος εγκαταλελειμμένων ναών της αρχαιοελληνικής θρησκείας στην ελληνική ύπαιθρο. Μόνο στην Αρκαδία, στο κέντρο της Αρχαίας Κλασσικής Ελλάδας, ο Παυσανίας (Αρκαδικά) αναφέρει πλήθος ναών ερειπωμένων, δίχως στέγη, και εγκαταλελειμμένων: της Αφροδίτης (9,6), της Αθηνάς (14,4), της Αφροδίτης (12,6), του Απόλλωνα (15,4), του Ερμή (17,1), της Αφροδίτης (24,6), των Δώδεκα θεών (25,3), της Ήρας (26,2), της Δήμητρας (29,5), του Ερμή (32,1), του Ερμή (30,6), των Μουσών ( 32,2), του Άρη (32,3), της Αρτέμιδος (35,5), της Αθηνάς (36,7), της Αφροδίτης (41,10), της «Μητρός των θεών» (44,1), της Αρτέμιδος (53,11) και του πυθίου Απόλλωνα (54,5). Αναρωτιέται κανείς πού είχε πάει η θεοσέβεια προς τους παλιούς θεούς, και δεν αναστυλώνονταν τόσοι μεγάλοι ναοί, μεγάλων θεών από τους Έλληνες. Μήπως επειδή δεν τους ένοιαζε πια και τόσο το Δωδεκάθεο; (http://www.romanity.oodegr.com)
Αλλοίμονο αν ξεχνούμε ότι ο παράγοντας «τουριστικό ενδιαφέρον», που υπάρχει σήμερα, εξέλειπε τελείως την αρχαία εποχή. Δεν μπορούμε με τα σημερινά δεδομένα να κρίνουμε την ιστορία πριν από 2.000 έτη. Κάνουμε ιστορικά άλματα, τα οποία είναι ανεπίτρεπτα.
Μόνο μέσα στις νοοτροπίες της εποχής είναι δυνατό να επιχειρηθεί στο σημείο αυτό επιστημονική ερμηνεία. Αρκεί να μελετήσει κάποιος το νεανικό έργο του Μ. Αθανασίου Αλεξανδρείας «Κατά ειδώλων», για να κατανοήσει το θεολογικό υπόβαθρο τέτοιων ενεργειών. Άλλωστε, η ιστορία δεν ασχολείται με κατάρες, αλλά με ερμηνείες. Επιστημονική προσέγγιση των πραγμάτων μας προσφέρει δυνατότητες ασφαλέστερων κρίσεων και συμπερασμάτων. (Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Mεταλληνός).
Το ποσοστό των Χριστιανών στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 350 μ.Χ. ήταν 56,5% [Rodney Stark, The Rise of Christianity: A Sociologist Reconsiders History (Princeton, 1996)], δηλαδή ήδη, στο σύνολο της αυτοκρατορίας οι Χριστιανοί ήταν πλειοψηφία. Αν λοιπόν ήταν στο σύνολο της Αυτοκρατορίας πλειοψηφία χριστιανική, τότε στο ανατολικό ελληνικό τμήμα της (το οποίο αφενός είχε αποδεδειγμένα πάντοτε περισσότερους Χριστιανούς απ’ ότι το δυτικό, και αφετέρου είχε αρχίσει να εκχριστιανίζεται πολύ πιο νωρίς απ’ ότι το δυτικό λατινικό τμήμα) είναι προφανές ότι οι Χριστιανοί όχι απλώς ήταν πλειοψηφία αλλά και μεγαλύτερη του 56%!!
Όταν οι ειδωλολάτρες ήταν πλειοψηφία, δίωκαν σκληρά επί τρεις συνεχείς αιώνες τους Χριστιανούς. Αντιθέτως οι Χριστιανοί, ΠΟΤΕ δεν δίωξαν τους ειδωλολάτρες. Και οι ΨΕΥΤΕΣ σημερινοί Νεοειδωλολάτρες, θα υποστούν τις συνέπειες της απάτης τους, με το να εκτεθούν στα μάτια όλου τους κόσμου ως ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ, απόγονοι των αρχαίων ειδωλολατρών αιμοσταγών εκτελεστών. (http://www.oodegr.com).
Ο John Julius Norwich στο βιβλίο του «Σύντομη ιστορία του Βυζαντίου», εκδ. Γκοβότση, Δ΄ έκδοση 1997, αναφέρει: «Πολλά από αυτά που ξέρουμε για την αρχαιότητα, ειδικά για την ελληνική και ρωμαϊκή φιλολογία και ρωμαϊκή νομοθεσία θα είχαν χαθεί παντοτινά, αν δεν υπήρχαν οι λόγιοι και οι αντιγραφείς της Κωνσταντινούπολης». Ευρωπαίοι λόγιοι και επιστήμονες με ψύχραιμη ματιά αναγνωρίζουν την προσφορά της Εκκλησίας.
Ακόμη και ο μεγάλος εχθρός του Βυζαντίου, ο Άγγλος ιστορικός Γίββων, στο έργο του «Παρακμή και πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας», αποδέχεται χαρακτηριστικά: «Το πνεύμα του Ομήρου, του Δημοσθένους, του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος φώτιζε την Κωνσταντινούπολη. Οι πολυάριθμες ερμηνείες και τα σχόλια των Βυζαντινών εις τους κλασικούς συγγραφείς δεικνύουν με πόση επιμέλεια και σεβασμό ανεγινώσκοντο. Οι Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως αποκάθαραν την κοινήν γλώσσαν και ανέκτησαν την εύκολον χρήσιν της γλώσσης των προγόνων αυτών, η οποία είναι το αριστούργημα του ανθρωπίνου πνεύματος. Η γνώσις των υπέροχων διδασκάλων, οι οποίοι είχαν μαγεύσει και διδάξει το μέγιστον από τα έθνη, είχε καταστεί η πολύ κοινή. Η Κωνσταντινούπολη περιέκλειεν εις τον περίβολον αυτής τόσην επιστήμην και τόσα βιβλία, όσα δεν υπήρχαν εις όλας μαζί τας μεγάλας χώρας της Δύσεως».
Τα ανωτέρω από τους εχθρούς του Βυζαντίου.
Το Βυζαντινό Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως (Πανδιδακτήριο) 425 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Β΄, του ιδρυτού του Πανεπιστημίου είναι το πρώτο πανεπιστήμιο της Ευρώπης. Η πρώτη σχολή της Κωνσταντινουπόλεως περιλάμβανε 31 έδρες για τις σχολές των νομικών, φιλοσοφίας, ιατρικής, αριθμητικής, γεωμετρίας, αστρονομίας, μουσικής, ρητορικής (μάθημα πού δεν διδάσκεται σήμερα γι αυτό οι σημερινοί Έλληνες δεν ξέρουν να μιλήσουν ιδιαίτερα στα τηλεοπτικά κανάλια) και άλλες διδασκαλίες, 15 έδρες για τη σχολή των λατινικών και 16 για τη σχολή των ελληνικών. Το Πανδιδακτήριο περιλάμβανε και τις σχολές της δασοκομίας. Οι σχολές της οικονομίας πού ήσαν ποικίλες εκείνη την εποχή, τα πανεπιστήμια, τα πολυτεχνεία, οι βιβλιοθήκες και οι ακαδημίες καλών τεχνών ήσαν ανοιχτές στη Πόλη, καταστώντας την Κωνσταντινούπολη κέντρο της διανόησης του μεσαιωνικού κόσμου. Το γεγονός ότι η βυζαντινή κοινωνία ήταν καλλιεργημένη οφειλόταν στο προαιώνιο εκπαιδευτικό σύστημα πού υπήρχε στην Ελλάδα. Όντως η Κωνσταντινουπολίτικη Σχολή αποτελούσε μια συνέχεια των ακαδημιών της αρχαίας Ελλάδας. Η στοιχειώδης εκπαίδευση ήταν ευρέως διαδεδομένη και διαθέσιμη ακόμα και σε κάθε χωριό και στις τοπικές κοινωνίες για αμφότερα τα φύλα. Οι βυζαντινοί δεν έκλειναν στο σπίτι τις γυναίκες τους, ώστε να είναι αποκλεισμένες από τον έξω κόσμο. Το πανεπιστήμιο διατήρησε έναν ενεργό ρόλο στη φιλοσοφική παράδοση του πλατωνισμού και του αριστοτελισμού, ο πρώτος των οποίων αντιπροσωπεύει το μακροβιότερο παράδειγμα αδιάκοπης συνέχισης της πλατωνικής σχολής που παρέμεινε ενεργός για σχεδόν δύο χιλιετίες, έως τον 15ο αιώνα. Το Πανεπιστήμιο εξαφανίστηκε την ημέρα της Άλωσης της Πόλης στις 29 Μαΐου 1453. (kantonopou’s blog θεολογικό ιστολόγιο)
Μια μόνο σχολή απουσιάζει από το Πανεπιστήμιο της Πόλης, χωρίς αυτό το γεγονός να είναι σύμπτωση. Η θεολογική σχολή. Η θεολογία τότε ήταν εμπειρική και όχι ακαδημαϊκή. Η θεολογία ήταν εμπειρική σημαίνει ότι ταυτόχρονα με τη μοναστική ζωή, αυξανόταν και η θεολογική γνώση. Το Πατριαρχείο διέθετε δική του σχολή, όπως και άλλες σχολές σε μοναστήρια (οξυγράφοι, αντιγράφοι) πχ η σχολή της μονής Στουδίου. Χιλιάδες καλόγηροι, κλεισμένοι στο μοναχικό τους κελί μάτωσαν τα χέρια τους για να αντιγράφουν τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, ώστε να μη χαθεί μια τεράστια προγονική κληρονομιά. Το Πανεπιστήμιο ήταν κρατικό και όχι της Εκκλησίας, όπως τα πρώτα Πανεπιστήμια της Δύσης. Μάλιστα δυτικοευρωπαίοι το προτιμούσαν για να σπουδάσουν.  «Γίνεται σήμερα γενικά αποδεκτό -κι αυτό χάρη στις εργασίες του Zachariaw von Lingenthal - ότι η Σχολή του Δικαίου της Κωνσταντινούπολης, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση της Σχολής Δικαίου της Bologna. Το καταστατικό αυτής της Σχολής παρουσιάζει χτυπητές ομοιότητες με το αντίστοιχο της Σχολής της Κωνσταντινούπολης· και το σημαντικότερο, οι Ιταλοί καθηγητές οικειοποιήθηκαν τη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν οι καθηγητές της Κωνσταντινούπολης. Η επίδραση της Σχολής αυτής έγινε ακόμα περισσότερο αισθητή στις νομικές σπουδές και στη νομοθεσία της μεσημβρινής Ιταλίας και της Σικελίας». (Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, Β.Ν. Τατάκη, εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ.177).
Τα παρακάτω επιχειρήματα είναι ενδεικτικά και αποδεικνύουν την ομαλή αφομοίωση της αρχαίας ελληνικής σκέψης από το Βυζάντιο:
α) Ό μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας αγόρασε και παρήγγειλε να αντιγράφουν πολυάριθμα χειρόγραφα ανάμεσα στα όποια ο Ευκλείδης, ο Πλάτωνας, ο Λουκιανός, ο Αριστοτέλης, ο Πίνδαρος καί τόσοι άλλοι.
β) Η αρίθμηση στα σχολεία ακολούθησε το αρχαιοελληνικό σύστημα - και όχι το λατινικό -, όπου κάθε γράμμα αντιστοιχούσε σε έναν αριθμό, το α στο 1, το β στο 2 κλπ.
γ) Στον 10ο αιώνα στα σχολεία της Κωνσταντινουπόλεως διδάσκονταν ο Όμηρος, η διαλεκτική, οι φιλοσοφικές επιστήμες, η ρητορική, η αστρονομία. Ο μαθητής άρχιζε μαθαίνοντας τη Γραμματική, κατόπιν σχολίαζε τους αρχαίους συγγραφείς, καθώς επίσης μάθαινε στοιχεία της Αρχαίας Ιστορίας, της Γεωγραφίας και της Μυθολογίας. Διδασκόταν δε πέρα από τον Όμηρο τρεις τραγωδίες του Αισχύλου, τρεις του Σοφοκλή, τρεις του Ευριπίδη, τρεις κωμωδίες του Αριστοφάνη, έργα του Ησιόδου, του Πινδάρου και του Θεόκριτου (μήπως κυνηγάμε εμείς σήμερα την αρχαιότητα;!)
δ) Η ρητορική ως τέχνη τελειοποιήθηκε στην εποχή του Βυζαντίου. Το 6ο αιώνα μάλιστα στην περιώνυμη Σχολή της Γάζας ο Προκόπιος καλλιέργησε τα πιο καθαρά αττικά ελληνικά σε οποιοδήποτε είδος λόγου.
ε) Στη λογοτεχνική παραγωγή υπάρχουν πολλά σατιρικά έργα εμπνευσμένα από τον Λουκιανό, όπως ο «Φιλόπατρις» ή ο «Τιμαρίων» τον 12ο αιώνα ή κάποιες παραινέσεις προς τους βασιλείς και παίρνουν αφορμή από την παραίνεση του Δημόνικου του Ισοκράτη.
στ) Οι Καππαδόκες Πατέρες μορφώθηκαν με βάση τη νεοπλατωνική σκέψη. Ο Μάξιμος ο Ομολογητής ήταν βαθύς γνώστης του Αριστοτέλη και έκανε πολλά για να ενισχύσει το νεοπλατωνικό στοιχείο του βυζαντινού μυστικισμού.
ζ) Ας αναφέρουμε ονόματα: Ο Ιωάννης Τζέτζης (12ος αιώνας) συνέταξε σχολιασμούς στον Όμηρο και τον Ησίοδο, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, ο Μάξιμος Πλανούδης, ο Εμμανουήλ Μοσχόπουλος, ο Θωμάς Μάγιστρος, ο Δημήτριος Τρικλίνιος ερμήνευσαν Όμηρο, Θεόκριτο, Ευριπίδη, Αισχύλο και Σοφοκλή.
η) Οι μαθηματικοί Ευτόκιος (6ος αιώνας) και ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος δημοσίευσαν εκ νέου τις μελέτες του Αρχιμήδη.
θ) Οι απόψεις των Βυζαντινών σχετικά με την οπτική διαμορφώθηκαν από τη σπουδή και τη μελέτη του Ευκλείδη, του Ήρωνα, του Θεωνά του Αλεξανδρινού και από την «Οπτική» του Πτολεμαίου.
ι) Η κυριότερη συνεισφορά των Βυζαντινών στην ιατρική ήταν η διατήρηση της κλασσικής κληρονομιάς. Για παράδειγμα, ο Ορειβάσιος της Περγάμου στην ιατρική του σύνοψη «Συναγωγαί» κατέγραψε τις απόψεις του Ιπποκράτη και του Γαληνού, διανθισμένη με χωρία από άλλους αρχαίους συγγραφείς. Ο Αέτιος ο Αμιδηνός έγινε διάσημος για το κεφάλαιο οφθαλμολογίας που βασιζόταν στα έργα του Αρχιγένη και του Γαληνού. (Κωνσταντίνος Ακριβόπουλος, Καθημερινή 16-6-2002, Ελληνορθόδοξη Παράδοση: Ρίζωμα και προοπτική).
Ο Γάλλος πανεπιστημιακός καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας της Λυών, Συλβαίν Γκουγκενέμ, σε ένα βιβλίο του με τίτλο «Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ» και με υπότιτλο: «Οι Ελληνικές ρίζες της Χριστιανικής Ευρώπης», προσπαθεί να καταρρίψει την άποψη, που διδάσκουν πολλοί δυτικοί ιστορικοί, ότι δήθεν η Δύση έμαθε τον Αριστοτέλη και τους άλλους αρχαίους συγγραφείς μέσω των Αράβων μουσουλμάνων. Αποδεικνύει ότι ο μεγαλύτερος δάσκαλος της Δυτικής Ευρώπης στην αρχαία παιδεία ήταν το Βυζάντιο, το οποίο σεβάσθηκε και καλλιέργησε την αρχαία ελληνική γραμματεία και με τους λόγιους κληρικούς του, με τους μοναχούς του και με τους λαϊκούς λογίους του. Ο Γκουγκενέμ αποδεικνύει ότι το Βυζάντιο προώθησε και διέδωσε την κλασική παιδεία σε άλλους λαούς, με παραδείγματα όπως το ρόλο που έπαιξαν Χριστιανοί αραβόφωνοι στη μετάφραση ελληνικών κειμένων στα αραβικά. Αποκαλύπτει ότι στο μοναστήρι της Γαλλίας του Μον-Σαιν-Μισέλ, το έτος 1120, υπήρχε ολόκληρο εργαστήριο αντιγραφής και μετάφρασης ελληνικών κειμένων στα αραβικά. Ο υπεύθυνος των μεταφράσεων ήταν ένας κληρικός μεταφραστής με το όνομα «Ιάκωβος της Βενετίας ο Έλληνας».
Η κοινωνική προσφορά της Ορθοδοξίας εξαπλώνεται σε όλους τους τομείς και σχεδόν πάντα πρωτοτυπεί. Η κοινωνική πρόνοια της Εκκλησίας εφαρμόζεται για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία. Η μέριμνα προς όλους και ιδίως τους αδυνάτους γίνεται κατεστημένο. Ο Μέγας Βασίλειος χτίζει στην Καισάρεια, την «Βασιλειάδα» το 374. «Μια νέα πόλη», όπως την περιγράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Περιλαμβάνει έναν μεγαλοπρεπή Ναό, Νοσοκομείο - με πλήρη εξοπλισμό και μεγάλο αριθμό ιατρών, νοσοκόμων και βοηθητικού προσωπικού -, πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, λεπροκομείο, νοσηλευτήριο λοιμωδών νοσημάτων, γηροκομείο, διδακτήριο για τα ορφανά και άπορα παιδιά, εργαστήρια για την εκμάθηση τεχνών. Διαθέτει οικήματα για τη φιλοξενία των κληρικών και του προσωπικού που υπηρετούν στα ιδρύματα, αλλά και για τους άρχοντες, τους κρατικούς λειτουργούς και τους πολίτες από άλλες περιοχές που επισκέπτονται την «Βασιλειάδα». Και όλα αυτά παρέχονται εντελώς δωρεάν. Παρόμοια ιδρύματα χτίζει και σε άλλες πόλεις. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εργάζεται εθελοντικά ως νοσοκόμος στην «Βασιλειάδα». Με αυτή την εμπειρία όταν πηγαίνει στην Κωνσταντινούπλη προσπαθεί να δημιουργήσει κάτι παρόμοιο. Σε αποχαιρετιστήρια επιστολή του, κατά την παραίτησή του, έγραψε τα εξής: «Χαίρετε ορφανών συστήματα, πτωχών οφθαλμοί προς Θεόν και προς ημάς βλέποντες. Χαίρετε οίκοι φιλόξενοι και φιλόχριστοι και της ημών ασθενείας αντιλήπτορες».
Ο Ιερός Χρυσόστομος στην Αντιόχεια, όπου είναι ιερέας, δημιουργεί συσσίτια για 3.000 χήρες και απροστάτευτες γυναίκες. Στην Κωνσταντινούπολη, όταν γίνεται Πατριάρχης, περικόπτει τα περιττά έξοδα του Πατριαρχείου και τα μεταφέρει στο νοσοκομείο. Χτίζει και άλλα νοσοκομεία, διορίζει γιατρούς, μάγειρες, εργάτες και μάλιστα τα νοσοκομεία καλύπτουν εκτός από τους κατοίκους και τους ταξιδιώτες. Δημιουργεί ένα ταμείο το «κιβώτιο των πενήτων», όπου συγκεντρώνονται χρήματα για τους φτωχούς. Θα χάσει όμως τον Πατριαρχικό Θρόνο, γιατί θα υπερασπισθεί μια χήρα, ενάντια της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας, που θέλησε να την αδικήσει.
Στην Αλεξάνδρεια ο Μέγας Αθανάσιος συνεχίζει και επεκτείνει το έργο του Αρχιεπισκόπου Θεόφιλου Αλεξανδρείας. Θεσπίζει κανόνες για τους φτωχούς, τους ξένους και γενικά για τους αναξιοπαθούντες: «Αἱ χῆραι καὶ οἱ πένητες καὶ οἱ παρεπιδημοῦντες ξένοι πάσης ἀναπαύσεως ἀπολαυέτωσαν, καὶ μή τις τὰ τῆς ἐκκλησίας ἰδιοποιείσθω». (Κανὼν ια΄ (11): Περὶ τοῦ τάς χήρας, καὶ πένητας, καὶ ξένους, ἐκ τῶν τῆς Ἐκκλησίας βοηθεῖσθαι).
Το πασχάλιο χρονικό γράφει για τον Πατριάρχη Λεόντιο της Αντιοχείας: «ανήρ (…) ευλαβής (…) εφρόντισε να κάνει ξενοδοχεία χάριν της περιποιήσεως των ξένων». Ας υπογραμμισθεί: δωρεάν.
Το φιλανθρωπικό έργο του αγίου Νικολάου, Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας (προστάτης των ναυτικών) είναι σε όλους γνωστό. Ανέπτυξε έντονη δράση και επεξέτεινε τους αγώνες του για την προστασία των φτωχών και των απόρων ιδρύοντας νοσοκομεία και διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Προικισμένος με υψηλό χριστιανικό φρόνημα, θάρρος και ζωτικότητα εμψύχωνε τους διωκόμενους από τους Ρωμαίους χριστιανούς διωκόμενος και εξοριζόμενος και ο ίδιος για τη στάση του αυτή.
Ο όσιος Ακάκιος Επίσκοπος Αμίδης διέπραξε μια εκπληκτική και ξεχωριστή ενέργεια, που φανερώνει ιδιαίτερα την αγάπη των Χριστιανών προς τους εχθρούς τους. Όταν ο Θεοδόσιος ο Β΄ νίκησε τους Πέρσες, έπιασε περί τους 7.000 αιχμαλώτους και δεν ήθελε να τους απελευθερώσει. Ο Ακάκιος συγκέντρωσε τους κληρικούς και τους προέτρεψε να πουλήσουν τα χρυσά και αργυρά σκεύη των Εκκλησιών και με τα χρήματα αυτά απελευθέρωσαν τους αιχμαλώτους Πέρσες. Αυτή η πράξη χριστιανικής ανθρωπιάς και πολιτισμού, δεν επιδέχεται ουδέν σχόλιον.
Ο Ανδρέας Ανδρεάδης (1876-1935) Έλληνας οικονομολόγος και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, σημειώνει: «πάντα τα απειράριθμα ευεργετικά καταστήματα του Βυζαντίου διηυθύνοντο υπό μοναχών».
Περί φιλανθρωπίας
Ένας από τους πρώτους ιδρυτές της μοναχικής φιλανθρωπικής κινήσεως είναι ο Μέγας Αντώνιος (251-356). Μόλις ενηλικιώθηκε, επηρεασμένος από το παράδειγμα των πρώτων Χριστιανών, χάρισε τα κτήματά του, πούλησε την κινητή του περιουσία και την μοίρασε στους φτωχούς. Στην κατοπινή ζωή του αναδείχθηκε «ώσπερ ιατρός δοθείς παρά Θεού», όπως γράφει ο βιογράφος του Μέγας Αθανάσιος.
Η Βυζαντινή Εκκλησία θα μπορούσε να ονομασθεί κοινωνία αγάπης. Στους δύσκολους βυζαντινούς χρόνους με συχνούς πολέμους, με αλλεπάλληλες επιδρομές βαρβαρικών λαών, που είχαν σαν επακόλουθο την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, αλλά και λιμούς, επιδημίες και σεισμούς, καταφύγιο του λαού ήταν η Εκκλησία. Οι κληρικοί και οι μοναχοί ακούραστοι έτρεχαν να παρηγορήσουν, να ανακουφίσουν, να βοηθήσουν, να περιθάλψουν, αλλά και να παρακινήσουν τους πλουσίους σε έργα αγάπης και φιλανθρωπίας. Τα περίφημα βυζαντινά μοναστήρια της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και των επαρχιών, αναδείχθηκαν κέντρα οργανωμένης αγάπης.
Κοντά στους Πατέρες της Εκκλησίας στέκεται πολλές φορές το κράτος. Οι αυτοκράτορες με τις δωρεές και τις αυτοπρόσωπες επισκέψεις τους στα φιλανθρωπικά ιδρύματα και οι ιδιώτες, από τον πλούσιο άρχοντα έως τον απλό επαγγελματία, αμιλλώνται σε έργα αγάπης.
Το Βυζάντιο δίνει ένα φωτεινό παράδειγμα προνοιακής εργασίας. Η οργανωμένη κοινωνική πρόνοια ίδρυσε φιλανθρωπικά ιδρύματα, που για πρώτη φορά είδε ο κόσμος: Ξενοδοχεία, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, γηροκομεία, χηροτροφεία, ορφανοτροφεία, βρεφοκομεία, λεπροκομεία, μαιευτήρια. πάνω από 50 τέτοια ιδρύματα αναφέρουν ορισμένοι συγγραφείς.
ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ
Ιερά έθιμα
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, τους ποιμένες και τους ασκητές βοηθούσε και η πολιτεία. Στα έργα αγάπης βασιλείς και άρχοντες συναγωνίζονταν τους κληρικούς και τους μοναχούς. Πολλοί αυτοκράτορες έδειξαν άμιλλα σε ειρηνικά έργα αγάπης και δοξάστηκαν, όχι μόνο για τις νίκες τους κατά βαρβάρων, αλλά και για τις νίκες τους στον τομέα του πολιτισμού και της κοινωνικής ανορθώσεως. Κάθε νέος ηγεμόνας προσπαθούσε να συνεχίσει την ευγενή παράδοση και έτσι διαμορφώθηκαν ορισμένα έθιμα, που συνδυάζουν το αυτοκρατορικό μεγαλείο με την χριστιανική αγάπη. Π.χ. τη Μ. Πέμπτη ή την Μ. Παρασκευή ο αυτοκράτορας επισκεπτόταν τα γηροκομεία και μοίραζε βοηθήματα. Την εβδομάδα του Πάσχα, όπως και σε άλλες γιορτές προσκαλούσε στο παλάτι ορφανά, τα ασπαζόταν και τα μοίραζε δώρα. Σε πολλές γιορτές καλούσε τους φτωχούς και έτρωγαν στο βασιλικό τραπέζι. κ.ά.
Κάθε δυναστεία του Βυζαντίου έχει να επιδείξει έργα κοινωνικής εργασίας σημαντικά και απαραίτητα για την ομαλή ζωή του κράτους.
Το κράτος του Μ. Κωνσταντίνου
1.      Ο Μ. Κωνσταντίνος (272- 337) έμεινε γνωστός για τρεις κοσμοϊστορικές αποφάσεις του:
Υπέγραψε το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313, με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή της ανεξιθρησκίας και εν συνεχεία νομιμοποίησε τον Χριστιανισμό ως "επιτρεπομένη θρησκεία", οι οπαδοί της οποίας όφειλαν να προσεύχονται στον δικό τους Θεό για την ευτυχία του κράτους.
2.      Μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
3.      Συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, την πλέον καθοριστική δια την μετέπειτα εξέλιξη της Παγκόσμιας Χριστιανικής Εκκλησίας.
Αρετή της φιλανθρωπίας
Εκτός από το νομοθετικό έργο και περίφημα κτίσματα που άφησε ο Ιουστινιανός, λάμπρυνε την ηγεμονία του με μεγάλες φιλανθρωπικές πράξεις. Όταν τελείωσε ο μεγαλοπρεπής Ναός της του Θεού Σοφίας, μοίρασε στους φτωχούς 30.000 μόδια[2] στάρι.
Και ο αρχηγός της δυναστείας Ιουστίνος βοήθησε τους σεισμοπαθείς και πυροπαθείς στην Αντιόχεια.
Η φιλανθρωπική δράση του Ιουστινιανού φαίνεται από τα ευαγή ιδρύματα που έκτισε ή ανανέωσε. Όπως ξενώνες για τους απόρους, το περίφημο νοσοκομείο «Σαμψών», δύο ξενώνες απέναντί του «τα Ισιδώρου και τα Αρκαδίου». Αλλά και εκτός της πρωτεύουσας ίδρυσε νοσοκομεία, ξενώνες και τα κατοχύρωσε οικονομικά με νομοθετήματα. Στις μέρες της βασιλείας του η αυτοκρατορία στολίστηκε με λαμπρά άσυλα, που ανακούφιζαν υλικά και πνευματικά, όσους δυστυχούσαν. Και οι διάδοχοί του συνέχισαν το έργο του.
Από την δυναστεία των Ισαύρων ο Μιχαήλ Ραγκαβές την ημέρα των γάμων του γιού του έστειλε χρήματα σε Ναούς, πτωχοκομεία, αιχμαλώτους, χήρες και ορφανά και σε πλουσίους που είχαν ξεπέσει. Ο Θεόφιλος ίδρυσε νοσοκομείο που φέρει το όνομά του και πριν πεθάνει κληροδότησε τους αναπήρους και τους φτωχούς με 60 λίτρες[3] χρυσό και άλλες τόσες στους ησυχαστές, ακόμη και αυτούς που ο ίδιος είχε εξορίσει.
Στους λεπρούς και στους φτωχούς
Κάθε αιώνας στην Ιστορία του Μεσαίωνα έχει να παρουσιάσει ηγεμόνες, που ήταν εργάτες κοινωνικής πρόνοιας. Η κοινωνική μέριμνα των βυζαντινών αυτοκρατόρων δεν ήταν τυποποιημένη και άψυχη και δεν εφαρμοζόταν μόνο με νόμους. Οι ίδιοι οι αυτοκράτορες έτρωγαν μαζί με φτωχούς, περιποιόταν με τα χέρια τους τις πληγές των λεπρών, δίνοντας έτσι παραδείγματα φιλανθρωπίας, που αξίζει να την θαυμάσει κανείς.
Τον Ι΄ αιώνα βασιλεύει η δυναστεία των Μακεδόνων, της οποίας οι βασιλείς, παρά τα ελαττώματά τους, δοξάστηκαν για τις νίκες τους, για την νομοθεσία τους και για το έργο αγάπης τους.
Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, γνωστός για τα εξαποστειλάρια και τα τροπάρια που ψάλλονται στον όρθο της Κυριακής, ίδρυσε στην Πόλη, κοντά στην Αγία Σοφία, γηροκομείο που παρείχε τροφή και ρούχα στους τροφίμους του. Ακόμη όχι μόνο ξαναΐδρυσε το λεπροκομείο του αγίου Ζωτικού, αλλά επισκεπτόταν συχνά τους αρρώστους και περιποιόταν μόνος του με αλοιφές τα ακρωτηριασμένα μέλη – πράξη άξια πραγματικά για έναν Χριστιανό βασιλέα. Και όλοι της δυναστείας έχουν να επιδείξουν θεάρεστο κοινωνικό και μοναδικό για τα χρονικά χριστιανικό έργο.
Η "Μυρίανδρος Πόλις"[4]
Ο Αλέξιος, ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος της δυναστείας των Κομνηνών, ήταν από τους πιο φιλάνθρωπους αυτοκράτορες του Βυζαντίου και θυμίζει πολύ το έργο του Μ. Βασιλείου. Ο Αλέξιος έχτισε τον 12ο αι. στην Κωνσταντινούπολη «Πόλιν Μυριάνδρον» και πόλη αγάπης.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Πραγματικές βασίλισσες
Στα έργα της αγάπης στους βυζαντινούς χρόνους δεν υστέρησαν και οι σύζυγοι των αυτοκρατόρων. Υπήρξαν ιδανικές κοινωνικές εργάτιδες, ακούραστες και γεμάτες από υψηλά ανθρωπιστικά αισθήματα και άφησαν αθάνατα παραδείγματα κοινωνικής δράσης. Όχι μόνο πολύ συχνά επισκέπτονταν τα ευαγή ιδρύματα, αλλά και ίδρυσαν πολλά απ’ αυτά, νοσοκομεία, ξενώνες, ορφανοτροφεία, πτωχεία, γηροτροφεία
Η αγία Ελένη, μητέρα του Μ. Κωνσταντίνου, αποτελεί μια ξεχωριστή γυναικεία προσωπικότητα
Η δυναστεία του Θεοδοσίου έχει να παρουσιάσει τρεις εκλεκτές βασίλισσες: την Πλακίλλα, την Πλουχερία και την Ευδοκία. Συναγωνίζονται και οι τρεις «εις παροξυσμόν αγάπης και καλών έργων».
Η Θεοδώρα, στο πλευρό του Ιουστινιανού, ίδρυσε πρωτότυπο και ευεργετικότατο ίδρυμα, τη Μετάνοια, για παραστρατημένες γυναίκες. Συγκέντρωσε πάνω από 500 νέες και φρόντισε με κάθε τρόπο να τις ξαναφέρει στον ίσιο δρόμο. Έργο τεράστιας κοινωνικής σημασίας, γιατί πολλές φορές στο σωφρονιστήριο αυτό γνώρισαν τον Χριστό και επουλώθηκαν πολλές κοινωνικές πληγές.
Από την δυναστεία των Ισαύρων ξεχωρίζει η πριγκίπισσα Ανθούσα, που έμεινε άγαμη και αφοσιώθηκε στα έργα αγάπης.
Η Θεοφανώ, σύζυγος του Λέοντος του ΣΤ΄ , μοίραζε όσα χρήματα είχε στους φτωχούς και συντηρούσε χήρες και ορφανά. Προτιμούσε τη βασιλική απλότητα, κάποτε μάλιστα πούλησε τους πολύτιμους πέπλους για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Και πολλά άλλα.
Τα θαύματα πολιτισμού που επετέλεσαν οι Χριστιανές Ελληνίδες του Βυζαντίου δείχνουν σε ποιο αφάνταστο ύψος αγάπης και φιλαλληλίας ανεβάζει την γυναίκα ο Χριστιανισμός.
Από αρχόντισσα, διακόνισσα
Ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει με τη φράση «αντί χρυσού τον από της ελεημοσύνης περιέκειντο καλλωπισμόν», τις χριστιανές γυναίκες της εποχής του.
Εκτός από τις βασίλισσες στρατιά ολόκληρη, γυναικών – αρχόντισσες, απλές γυναίκες του λαού, μητέρες, χήρες και παρθένες ακόμη – χωρίς κανένα θόρυβο, χωρίς επίδειξη σκόρπιζαν τον πλούτο της ψυχής τους και είχαν για λαμπρό κόσμημα τα έργα ευποιίας. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί στα τέλη του Δ΄ αι. η Ολυμπιάς. Ο μεγαλύτερος άνδρας της εποχής εκείνης, ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, την αποκαλεί λιμάνι και τείχος της πρωτεύουσας του Βυζαντίου, που ήταν και πρωτεύουσα του τότε πολιτισμένου κόσμου. Ο Χριστιανισμός γιγαντώνει την γυναίκα, τη χαλυβδώνει και την γεμίζει αγάπη που επουλώνει τις κοινωνικές πληγές.
Μητέρες αγίων Πατέρων
Στις οικογένειες των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, στα ιερά αυτά σπίτια, που ήταν σχολεία εφαρμοσμένης αγάπης, αναδείχθηκαν όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες – μητέρες, αδελφές των Πατέρων – που δεν ήταν λιγότερο ένδοξες.
Στην οικογένεια του Γρηγορίου του Θεολόγου λάμπουν δύο φιλάνθρωπες γυναίκες, η μητέρα του Νόννα και η αδελφή του Γοργονία.
Η οικογένεια του Μ. Βασιλείου ήταν ιδιαίτερα ευλογημένη. Η γιαγιά του Μακρίνα, η μητέρα του Εμμέλεια και η αδελφή του Μακρίνα είχαν σαν σύνθημα και γνώρισμα της ζωής τους τα έργα αγάπης.
Περί νομοθεσίας
Κανόνες αγάπης
Η φιλανθρωπία στο Βυζάντιο δεν ήταν μια απλή καλή συνήθεια μερικών τοπικών ιεραρχών. Ήταν ένα καθεστώς που είχε διαποτίσει ολόκληρη τη ζωή της κοινωνίας και το οποίο η Εκκλησία είχε αναγνωρίσει επίσημα και φρόντιζε να καλλιεργεί και να ρυθμίζει τη διακονία της αγάπης με τις Ιερές Συνόδους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Σύνοδοι των Ιεραρχών, τοπικές ή οικουμενικές, δεν εξέταζαν μόνο δογματικά θέματα, αλλά θέσπιζαν και «κανόνες» για να διεξάγονται όσο είναι δυνατόν καλύτερα τα έργα αγάπης. Έτσι η Εκκλησία είχε οργανώσει με νόμους τη φιλανθρωπία.
Ο ιδ΄ κανόνας της Συνόδου της Νεοκαισάρειας στον Πόντο, που πρώτη φορά ασχολήθηκε με το θέμα αυτό, αναφέρει ότι οι χωροεπίσκοποι μοιράζουν στους φτωχούς τα εισοδήματα των Εκκλησιών που αυτοί παρίστανται και φροντίζουν γι’ αυτούς. Και αν οι χωροεπίσκοποι είχαν αυτό το καθήκον, πολύ περισσότερο αυτό ήταν και χρέος των επισκόπων.
Εκτός όμως από την υλική φιλανθρωπία οι ιεροί κανόνες μεριμνούν και για να απονέμεται το δίκαιο στους αδικημένους. Έτσι η Σύνοδος (347μ.Χ) της Σαρδικής θέσπισε τον Ζ΄ κανόνα, ότι δεν επιτρέπεται οι επίσκοποι να πηγαίνουν στο παλάτι για προσωπικά ζητήματα, παρά μόνον όταν πρόκειται να υπερασπιστούν το δίκαιο της χήρας ή του ορφανού.
Η νομοθετική μέριμνα της Εκκλησίας προχωρεί ακόμα περισσότερο. Οι επίσκοποι είχαν χρέος να επισκέπτονται Τετάρτη και Παρασκευή τους φυλακισμένους, να φροντίζουν να δικάζονται αμέσως και να μη παραμένουν μακρό διάστημα υπόδικοι, να μεριμνούν για τους εξόριστους και πολλές φορές να μεσιτεύουν στους βασιλείς γι’ αυτούς και γενικά να ασκούν κάθε είδος φιλανθρωπίας αθόρυβα.
Όλη η νομοθεσία της αγάπης έγινε πολλούς αιώνες πριν από την Γαλλική Επανάσταση, πριν διακηρυχτούν τα περίφημα «δικαιώματα του πολίτου». Κι αυτό γιατί η Εκκλησία είχε σαν σύνθημα την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη.
Απελευθερωτικά γράμματα
Την φιλανθρωπική προσπάθεια της Εκκλησίας μαρτυρούν έγγραφα, σφραγίδες και επιγραφές πάνω σε μάρμαρα. Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αιχμαλωτικά γράμματα, που έδιναν οι επίσκοποι στους αιχμαλώτους, όταν τους απέλυε με εγγύηση ή στους συγγενείς τους. Με αυτά παρακαλούσαν τους κατά τόπους Χριστιανούς να δεχθούν με ευμένεια τον κομιστή και να τον βοηθήσουν όσο μπορούσαν.
Ανάλογο είδος γραμμάτων είναι και τα ελευθερωτικά, που έγραφε όποιος ήθελε να ελευθερώσει έναν δούλο. Πραγματικά, σε εποχή που η δουλεία ήταν παράδοση, βλέπουμε να πραγματοποιείται η αλήθεια, που διεκύρυξε ο Απ. Παύλος: «ου το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία» (Β΄ Κορ. γ΄ 17).
Περί παιδείας
Οι Βυζαντινοί έδιναν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση, παρ' όλο που στην αυτοκρατορία υπήρχαν πολλοί αναλφάβητοι. Γενικά στο Βυζάντιο η παιδεία δεν ήταν υποχρεωτική ή κρατική. Το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα, συνεχίζοντας την ελληνιστική παράδοση είχε δύο κύκλους σπουδών, του γραμματιστή και του γραμματικού. Στον πρώτο κύκλο φοιτούσαν από την ηλικία των έξι χρονών και στον δεύτερο από την ηλικία των δώδεκα.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους το εκπαιδεύω λεγόταν «ἀνάγω» και η εκπαίδευση αναγωγή, η φοίτηση στο σχολείο «ἀναγινώσκειν» ή «γραμματίζεσθαι». Εκείνος που δεν έλαβε εκπαίδευση ονομαζόταν ανάγωγος και ο τελείως αγράμματος αναλφάβητος, σε αντίθεση με αυτόν που λεγόταν Γραμματικός ή «πολλὰ γράμματα εἰδώς». Αυτός που δεν είχε τύχει επιμελημένης παιδείας χαρακτηριζόταν «ἀνάγωγος» ή «δυσανάγωγος» και ο τελείως αγράμματος «ἀναλφάβητος». Η αγωγή θεωρούταν ότι ήταν «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν».
Με βάση τις περιορισμένες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες, η εκπαίδευση προοριζόταν μόνο για τα παιδιά των οποίων οι γονείς μπορούσαν να την πληρώσουν. Ενώ υπάρχει πληθώρα καλλιεργημένων ανθρώπων στις ανώτερες τάξεις, η εκπαίδευση των αγροτικών ή φτωχών οικογενειών φαίνεται πως ήταν από υποτυπώδης έως ανύπαρκτη —πολλοί δεν γνώριζαν ούτε καν ανάγνωση ή γραφή. Αργότερα, με την εμφάνιση των μοναστικών κοινοβίων, δόθηκε η δυνατότητα σε όσους γίνονταν μοναχοί να λάβουν τη βασική εγκύκλιο παιδεία με σκοπό την βαθύτερη μελέτη των ιερών κειμένων
Η παιδεία κατά τον 5ο αιώνα
Από τον 5ο αι., πέρα από τα βασικά σχολεία λειτουργούσαν και μερικές ανώτερες σχολές όπως το Πανδιδακτήριο το οποίο ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Τα πιο πολλά κορίτσια, και ένας μεγάλος αριθμός αγοριών των οποίων οι γονείς δεν είχαν αρκετά λεφτά για να πληρώσουν τα δίδακτρα, δεν πήγαιναν στο σχολείο.
Η παιδεία κατά τον 7ο αιώνα
Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος και ο πατριάρχης Σέργιος ίδρυσαν τις πρώτες εκκλησιαστικές σχολές στην Πόλη. Σκοπός τους ήταν να εκπαιδεύσουν τους μαθητές τους, ώστε να γίνουν μέλη της Εκκλησίας ακολουθώντας τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις, διδάσκοντας από μικρή ηλικία στα παιδιά τα Ιερά Γράμματα κι έχοντας ως βάση τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Η Πολιτεία απ’ την άλλη μεριά, ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη «δευτεροβάθμια» εκπαίδευση απ’ όπου θα έβγαιναν καταρτισμένα στελέχη για να υπηρετήσουν τις ανάγκες της διοίκησης του κράτους. Ωστόσο, η Εκκλησία ασκούσε με πολλούς τρόπους, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων αλλά και πολύ αργότερα, τον σημαντικό της ρόλο σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Η παιδεία κατά τον 8ο αιώνα
Κατά την περίοδο των δύο φάσεων της εικονομαχίας (726-787) και (815-843) τα θρησκευτικά σχολεία σταμάτησαν να λειτουργούν, αλλά μετά την Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο άνοιξαν πάλι.
Η παιδεία κατά τον 9ο-11ο αιώνα
Κατά τον 9ο αιώνα και ειδικότερα όταν ήταν αυτοκράτορας ο Μιχαήλ Γ΄ και καίσαρ ο ικανότατος θείος του Καίσαρ Βάρδας, έγιναν μερικά σημαντικά άλματα στην εκπαίδευση. Αρχικά, μεγάλο επίτευγμα ήταν η ίδρυση της ανώτερης σχολής της Μαγναύρα, την οποία ανέλαβε ο Λέων ο Φιλόσοφος ή Μαθηματικός, διάσημος πολυμαθής επιστήμονας της εποχής. Επίσης την ίδια εποχή λειτουργούσε η Πατριαρχική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη.
Η παιδεία κατά την περίοδο της δυναστείας των Παλαιολόγων.
Κατά την περίοδο της δυναστείας των Παλαιολόγων, ακόμη περισσότεροι ιστορικοί, συγγραφείς και δάσκαλοι μελέτησαν τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Πολλοί από αυτούς προσκλήθηκαν και μετεγκαταστάθηκαν, ακόμη και μόνιμα, στη Δύση όπου ασχολήθηκαν με την διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων εκεί.

Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο δεν ήταν υποχρεωτική. Σχολεία, δάσκαλοι και βιβλία ήταν συγκεντρωμένα στις πόλεις, όπου και εκεί απευθύνονταν σε μία μικρή μερίδα των ανθρώπων. Τα σχολεία ήταν ιδιωτικά ή εκκλησιαστικά, τα παιδιά πήγαιναν σ' αυτά σε ηλικία 6-8 ετών και οι γονείς τους πλήρωναν τα δίδακτρα σε είδος ή χρήματα. Μάλιστα τα υψηλά δίδακτρα της ιδιωτικής διδασκαλίας την έκαναν απρόσιτη για τις περισσότερες οικογένειες των Βυζαντινών.
Δύο ήταν οι βαθμίδες εκπαίδευσης του Βυζαντίου : Η προπαιδεία, που αντιστοιχεί στο σημερινό δημοτικό, διαρκούσε 3-4 χρόνια και η εγκύκλιος παιδεία, που αντιστοιχεί στο γυμνάσιο και το λύκειο, διαρκούσε 4 χρόνια και φοιτούσαν μαθητές από τα 12 ή 14 χρόνια τους.
Το βασικό (προπαιδεία) είχε 4 τάξεις: Στις δυο πρώτες οι μαθητές μάθαιναν να διαβάζουν, να γράφουν και να λογαριάζουν ενώ στις μεγαλύτερες μάθαιναν ορθογραφία, γραμματική, αριθμητική και ιστορίες από την Αγία Γραφή, τον Όμηρο και τους μύθους του Αισώπου. Στα εκκλησιαστικά σχολεία φοιτούσαν και ορφανά ή μαθητές από άλλες περιοχές δωρεάν.
Τα κορίτσια (από τον 11ο αιώνα και έπειτα άρχισαν το σχολείο) και αρκετά αγόρια δεν πήγαιναν σχολείο. Έμεναν στο σπίτι, βοηθούσαν στις δουλειές και τα διαπαιδαγωγούσαν οι γονείς και οι παππούδες τους. Όσα αγόρια δεν πήγαιναν σχολείο μάθαιναν τέχνες σε ειδικούς τεχνίτες.
Η ανώτατη εκπαίδευση ήταν πρωταρχικό μέλημα του κράτους. Ο Θεοδόσιος Β΄ ίδρυσε το 425 το Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως, όπου παραδίδονταν μαθήματα αρχαίας ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, λατινικών, ρητορικής, φιλοσοφίας και δικαίου. Ανώτατες και πανεπιστημιακές σχολές ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν με τη φροντίδα του κράτους στην Αλεξάνδρεια, τη Βηρυτό ,την Αθήνα , τη Θεσσαλονίκη τη Νίκαια και φυσικά στην Κων/πολη ,όπως και σε άλλες πόλεις της Αυτοκρατορίας.
Οι νέες επιστήμες όπως η ιατρική και τα μαθηματικά συμπλήρωναν σταδιακά τις ήδη διδασκόμενες . Το έργο της εκπαίδευσης βοηθούσαν εκτός από τους εκπαιδευτικούς και οι πλούσιες βιβλιοθήκες, δημόσιες, ιδιωτικές και μοναστηριακές, όπως η βιβλιοθήκη του Πατριάρχη Φωτίου.
Αξιοσημείωτη είναι η προσφορά των μοναχών και στον τομέα της αντιγραφής έργων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ορισμένα από τα οποία διασώθηκαν χάρη στη δική τους πρωτοβουλία. Είναι γενική διαπίστωση ότι η Βυζαντινή παιδεία συνετέλεσε ουσιαστικά όχι μόνο στη διαμόρφωση του ιδιαίτερου χαρακτήρα του βυζαντινού πολιτισμού, αλλά και στη διατήρηση και διάδοση της Χριστιανικής και της Ελληνικής ανθρωπιστικής παιδείας.
Αυτή η περίοδος έχει να επιδείξει σημαντικές μορφές που έγιναν φορείς και διδάσκαλοι αυτής της παιδείας, όπως οι Πατέρες της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας.
Περί κλήρου και πνευματικής καλλιέργειας
Το Βυζάντιο σ’ όλη τη διαδρομή της ιστορίας του, που κράτησε πάνω από 1.000 χρόνια, καλλιέργησε με ξεχωριστή φροντίδα την παιδεία. Βασιλείς, άρχοντες, κληρικοί, μοναχοί, δάσκαλοι και σπουδαστές συναγωνίζονται στη σπουδή και στη μελέτη κάτω από τη φωτεινή καθοδήγηση των Πατέρων της Εκκλησίας, που ακούραστοι σκαπανείς, διδάσκαλοι και συγγραφείς, διαμόρφωσαν τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναδείχθηκαν οι κατ’ εξοχήν προστάτες των γραμμάτων, ακούραστοι εργάτες της επιστήμης, σοφοί και πνευματικοί ηγέτες του Έθνους:
Ο Μ. Αθανάσιος, ο κατά τον
Villemain «διαλεκτικός των μυστηρίων».
Ο Μ. Βασίλειος, ο κυρίως διδάσκαλος του ημετέρου γένους, γιατί αφομοίωσε τους θησαυρούς της παιδείας και τους πρόσφερε στον ελληνισμό. Στην περίφημη προς τους νέους πραγματεία του, συνιστά την μελέτη της κλασικής φιλολογίας και φιλοσοφίας με προσοχή, ώστε εξ αυτής «όσον χρήσιμον καρπωσάμενοι, το βλαβερόν φυλαξώμεθα».
Το ίδιο ισχύει και για τον αδελφικό του φίλο αγ. Γρηγόριο Ναζιανζηνό (αγ. Γρηγόριο τον Θεολόγο), με τον οποίο σπούδασαν 5 χρόνια μαζί στην Αθήνα. Τα 400 ποιήματά του, οι λόγοι και οι επιστολές του είναι αριστουργήματα φιλολογικά και αρμονίας. Επιπλέον τα ρητορικά του χαρίσματα εντυπωσιακά.
Ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμπληρώνει την τριάδα των σοφών αυτών Πατέρων της Εκκλησίας. Ο ελληνικός λαός χαρακτηριστικά τον ονόμασε «χρυσόστομο» και ο Ζαμπέλιος «θεμέλιον λίθον του καινού ελληνισμού». Πραγματικά φώτισε με την σοφία του και την φλόγα της καρδιάς του, όσο κανείς άλλος.
Επιγραμματικά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος αναφέρει ότι οι Τρεις Ιεράρχαι όχι μόνο φώτισαν την εποχή τους, αλλά και «απετέλεσαν εποχήν λόγου νέαν, μεγάλην και ένδοξον δια το ανθρώπινο γένος».
Τον ίδιο Δ΄ αιώνα διακρίνεται ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μ. Βασιλείου, που τα θεολογικά και ανθρωπολογικά έργα του, χαρακτηρίζουν βαθειά φιλοσοφική σκέψη και απεριόριστη αγάπη στην έρευνα.
Τον Ε΄ αιώνα κοντά στον Θεοδώρητο με τις καταπληκτικές εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις, λάμπει σαν δογματικός ο Κύριλλος Αλεξανδρείας. Κατείχε αμύθητο θησαυρό σοφίας, που φανερώνεται πλούσια στα έργα και τους λόγους του.
Αλλά και ιερείς και μοναχοί καλλιεργούσαν με αγάπη τα γράμματα και είχαν μεταβάλει τα μοναστήρια σε «φιλοσοφικά φροντιστήρια» και σε κέντρα γραμμάτων με σχολές και πλούσιες βιβλιοθήκες.
Ο Λεόντιος ο Βυζάντιος εισήγαγε τους αριστοτελικούς ορισμούς στη θεολογία.
Ο Μάξιμος ο Ομολογητής, βαθύς θεολόγος και φιλόσοφος.
Ο Ζαχαρίας ο Μυτηλήνης, που σπούδασε στη νομική σχολή της Βηρυττού.
Ο Ιωάννης της Κλίμακος, εξαίρετος μελετητής των Πατερικών κειμένων. Και πολλοί άλλοι.
Στον 6ο και 7ο αιώνα διακρίνονται υμνογράφοι όπως ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, ο Ανδρέας ο Κρήτης, ο Κοσμάς ο Μαϊουμά. Στην ποίησή τους η πίστη και η τέχνη έφθασαν στις υψηλότερες κορυφές και τα έργα τους, κοντάκια, κανόνες, κλπ, δονούν πολύ βαθύ χριστιανικό αίσθημα, στιβαρά θεολογία και δυνατό λυρισμό. Με το «Η Παρθένος σήμερον…» και με το «Χριστός γεννάται…» ο έμμετρος λόγος σημαδεύει μια νέα εποχή λειτουργικού κλασσικισμού.
Η Οσία Κασσιανή η Υμνογράφος γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Θεοφίλου (829 -842 μ.Χ.). Μεγάλη ποιήτρια, υμνογράφος και μελωδός της Εκκλησίας μας. Η παρουσία της Κασσιανής έχει επισκιάσει τους υμνογράφους και μελωδούς της εποχής της, διότι αποτελεί την πλέον επιφανή γυναίκα μελωδό (έγραφε και τους ύμνους και τη μελωδία) στην ιστορία της βυζαντινής μουσικής. Έχοντας ιδιαίτερο ταλέντο, ευφυΐα, ευαισθησία και εκφραστικό πλούτο διακρίθηκε στον τομέα της μελουργίας (σ' αυτό τη βοήθησε η μεγάλη μόρφωση, που η ευγενής καταγωγή της, της επέτρεψε να έχει). Γι' αυτό και το έργο της είναι διαχρονικό, πάντα επίκαιρο, και συγκινεί ιδιαίτερα τον ορθόδοξο κόσμο.
Στην Κασσιανή αποδίδονται γύρω στα 45 έργα, από τα οποία τα 23 τουλάχιστον είναι χωρίς αμφιβολία δικά της, ενώ τα υπόλοιπα είναι αγνώστου προελεύσεως. Έχει επίσης μελοποιήσει κείμενα διαφόρων υμνογράφων. Από τα πιο γνωστά τροπάρια είναι το περίφημο «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…» , σε ήχο πλ. δ΄, που ψάλλεται στους ναούς το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, καθώς και οι ειρμοί από την Α΄Ε΄ ωδή του Κανόνος του Μεγάλου Σαββάτου «Κύματι Θαλάσσης…». Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της αποτελείται από στιχηρά για εορταζομένους Αγίους. Στην ίδια αποδίδεται και ο τετραώδιος κανόνας: «Άφρων γηραλέε» , όπως και πολλά δοξαστικά, μεταξύ των οποίων και ένα περίφημο δοξαστικό των Χριστουγέννων, το «Αὐγούστου μοναρχήσαντος», σέ ήχο β΄. Κατά τον βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ «η Κασσιανή ήταν μια εξαίρετη μορφή και το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, αναφερόμενος στο έργο της, έγραψε ότι «το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Η περίοδος κλείνει με τον μεγάλο δογματικό των πρώτων αιώνων, τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό (περ. 676 έως 4 Δεκεμβρίου 749). Διδάχθηκε θεολογία, ρητορική, διαλεκτική, φυσική, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Ονομάστηκε πατέρας της σχολαστικής φιλοσοφίας. Σαν ποιητή ο Ρώσος ιστορικός Βασίλιεφ τον κρίνει ως εξής: «Κάτω από την πέννα του οι ύμνοι της Εκκλησίας έφθαναν εις το απόγειον της εξελίξεώς των και της ωραιότητός των».
Από τις μεγαλύτερες και λαμπρότερες μορφές της εκκλησιαστικής και της παγκόσμιας ιστορίας είναι ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Μ. Φώτιος. Στολίζει τον 9ο αιώνα, σαν ο εξοχότερος των πρωταγωνιστών του. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 820 (κατ' άλλους το 810).
Στο πρόσωπό του συναντούμε την πλέον εξαίρετη και ζωντανή σύνδεση του αρχαίου με τον χριστιανικό κόσμο, αλλά και το έργο του έχει μεγάλες και εξέχουσες συνέπειες. «Δική του έμπνευση η ιεραποστολική προσέγγιση των Σλάβων, δική του η απαίτηση για πνευματική οριοθέτηση της χριστιανικής Ανατολής έναντι της Δύσης», τονίζει ο μεταφραστής της «Βιβλιοθήκης» του Φωτίου Στέφανος Ευθυμιάδης.
Η Μυριόβιβλος ή Βιβλιοθήκη είναι έργο του Πατριάρχη Φωτίου του Α', το οποίο συνέγραψε κατά πάσα βεβαιότητα κατά την διάρκεια των εξοριών του. Στο έργο περιλαμβάνονται καταγραφές 280 τίτλων βιβλίων (στην πραγματικότητα 279, καθώς ο 89ος τίτλος έχει χαθεί) μερικά από τα οποία ο Μ. Φώτιος απλώς αναφέρει, άλλα τα οποία αναλύει, περιληπτικά ή εκτενώς και άλλα στα οποία περιλαμβάνει και αποσπάσματά τους.
Ο Μ. Φώτιος θεωρείται ο σημαντικότερος λόγιος του Βυζαντίου, καθώς η επιρροή που άσκησε με τα γραπτά του είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση πολλών αρχαίων κειμένων, τα οποία χωρίς αυτήν θα είχαν χαθεί. Επιπλέον χάρη στο έργο της «Μυριόβιβλου», στο οποίο τα περιέλαβε, διασώθηκαν πολλά αποσπάσματα έργων τα οποία σήμερα θεωρούνται χαμένα. Η «Μυριόβιβλος» είναι ουσιαστικά μια λογοτεχνική εγκυκλοπαίδεια, η οποία καλύπτει συγγραφείς τόσο της κλασικής αρχαιότητας όσο και της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Περιέχει συνόψεις και σχολιασμούς των βιβλίων που ο Μ. Φώτιος είχε διαβάσει και κατέγραψε. Δεινός αναγνώστης, διάβασε πολλά βιβλία και συνήθιζε να "μαρκάρει" κάθε σελίδα που διάβαζε με την ένδειξη "ΑΝΕΓΝΩΣΘΗ". Ο Μ. Φώτιος στο έργο του πραγματεύεται μόνον το περιεχόμενο των βιβλίων που έχει διαβάσει. Δεν αποπειράται να γράψει σχετικά με τους συγγραφείς τους ή τις διάφορες "σχολές" στις οποίες ανήκαν και δεν κάνει καμία προσπάθεια να είναι ούτε πλήρης, ούτε συστηματικός. Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο του έργου είναι ότι αποτελεί σημείο καμπής για την εποχή του, καθώς οι θησαυροί της αρχαίας ελληνικής γραμματείας είχαν σχεδόν λησμονηθεί και ο Μ. Φώτιος αποπειράται, μέσω του έργου του, την εν μέρει επαναφορά τους στο προσκήνιο.
Η εγκυκλοπαιδική αυτή συλλογή κριτικών και αποσπασμάτων περιλαμβάνει βιβλία γραμμένα μόνο στην ελληνική γλώσσα, απουσιάζουν συγγράμματα γραμμένα στα λατινικά. Είναι ασφαλώς άξιο λόγου να αναφερθεί ότι ο Μ. Φώτιος δεν ασχολείται ιδιαίτερα ούτε με τον Ηρόδοτο ούτε με τον Θουκυδίδη, για τον οποίο απλά αναφέρει, στο τμήμα του βιβλίου του Δίωνος Κασσίου ότι ο δεύτερος ήταν μιμητής του πρώτου. Αντίθετα, κάνει εκτενή αναφορά στα έργα του Κτησία, του οποίου τα έργα θεωρούνται χαμένα και οι 13 σελίδες των αναφορών και των κριτικών του Μ. Φωτίου σε αυτόν είναι πολύτιμες ως πηγή. Αντίστοιχα, δεν υπάρχει εκτενής αναφορά στον Ξενοφώντα, παρά μόνον εκεί που αναφέρεται ο Αρριανός ως μιμητής του.
Η ακριβής χρονολογία συγγραφής του έργου παραμένει ακόμη υπό διερεύνηση. Το γεγονός ότι οι αναφορές στο έργο του Μ. Φωτίου είναι από ελάχιστες ως ανύπαρκτες κατά τον 10ο αιώνα, περιορίζει τις δυνατότητες ακριβούς προσδιορισμού της. Έτσι, οι ερευνητές είναι αναγκασμένοι να ανατρέχουν στο ίδιο το έργο. Πιθανότατα η Μυριόβιβλος ήταν για τον Μ. Φώτιο "κείμενο εν εξελίξει", καθώς φαίνεται να ασχολήθηκε με αυτήν σε πολλές περιόδους της ζωής του και προσέθετε σε αυτήν κατά περίπτωση νέους κώδικες (βιβλία).
Την ίδια περίπου εποχή, 9ος αιώνας, στην περίφημη Μονή του Στουδίου ή των «ακοιμήτων μοναχών» στην Κωνσταντινούπολη, ο ηγούμενος, γνωστός συγγραφέας και ποιητής, Θεόδωρος ο Στουδίτης ωργάνωσε πνευματικό κέντρο με βιβλιοθήκη και σχολή αντιγραφέων.
Τελικά ας αναφέρουμε τον Συμεών τον Μεταφραστή, 10ος αιώνας, που είναι ο γνωστότερος συγγραφέας αγιολογικών κειμένων της μέσης και ύστερης Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εγκατέλειψε το αξίωμα του μαγίστρου[5] και του λογοθέτου[6], για να γίνει μοναχός και να ασχοληθεί με τα ιερά γράμματα.
Περί μορφώσεως γυναικών
Οπωσδήποτε και κατά κοινή ομολογία των μελετητών του θέματος, η θέση της γυναίκας στο Βυζάντιο ήταν πολύ καλύτερη απ’ αυτή στην αρχαία Ελλάδα. Στο Βυζάντιο υπήρξαν γυναίκες αυτοκράτειρες, γυναίκες-ηγετικές μορφές, γυναίκες ιατροί: απ’ τους πρώτους αιώνες της ζωής του ως το 1453. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, καταγράφονται υπηρεσίες παροχής κοινωνικής πρόνοιας και περίθαλψης, στη λειτουργία των οποίων σπουδαίο ρόλο έπαιζαν οι γυναίκες: τρανό παράδειγμα, το νοσοκομείο του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αιώνα, στο οποίο υπήρχε μια γυναίκα γιατρός, τέσσερις γυναίκες αναπληρωματικοί βοηθοί και δύο γυναίκες αναπληρωματικοί βοηθοί τους.
Επιπροσθέτως, οι γυναίκες του Βυζαντίου δε θεωρήθηκαν ανάξιες να κατέχουν το ύψιστο αξίωμα του κράτους, απλά επειδή ήταν γυναίκες. Τέσσερις αυτοκράτειρες κυβέρνησαν μόνες τους-δίχως να έχουν σύζυγο-χωρίς να φέρει κανείς αντίρρηση λόγω του φύλου τους.
Βέβαια, η απόκτηση θυγατέρας θεωρούνταν από τους γονείς, σύμφωνα με τη βυζαντινή αντίληψη, δυστυχία, τιμωρία ακόμα και κακοτυχία. Οι απόψεις τους πάνω σε ένα τέτοιο θέμα παρουσίαζαν μια αμφιθυμία, δηλαδή από τι μια πίστευαν πως η απόκτηση μιας θυγατέρας γεννούσε αυτόματα την υποχρέωση για παραπάνω προσοχή όταν συμπεριλαμβανόταν η υποχρέωση να την παντρέψουν συνεπώς και να την προικίσουν, κάτι δηλαδή που επιβάρυνε περισσότερο την θέση των γονέων και από την άλλη πίστευαν πως ο ερχομός μιας θυγατέρας τους πρόσφερε και ανακούφιση αφού βοηθούσε σε δουλειές της οικίας .
Ακόμα οι βυζαντινοί είχαν την αντίληψη πως αν μια κοπέλα έχει φτάσει σε ηλικία γάμου και δεν έχει παντρευτεί έπρεπε να γίνει μοναχή. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί πως σπάνια υπήρχαν περιπτώσεις γονέων που ήταν ευγνώμονες για τον ερχομό της κόρης τους και αν είχαν κάποιο πρόβλημα κατέφευγαν για προσευχηθούν για την υγεία τον κοριτσιών τους. Αφού συνήθως η μόνη βοήθεια που ζητούσαν οι γονείς ήταν για τους γιους και ήταν φανερό πως οι γονείς νοιάζονταν μόνο για τα αγόρια τους, κυρίως οι πατέρες. Και αν το κορίτσι ήθελε βοήθεια το φορτίο αυτό το σήκωνε η μητέρα μόνη της .
Σύμφωνα λοιπόν με θαύματα του παρελθόντος στο βυζάντιο αν κάποιος έπαιρνε πρωτοβουλία για τη σωματική και ψυχική υγεία της κόρης τους ήταν οι μητέρες, γι’ αυτό ο ρόλος της μητέρας στην ανατροφή και την επιμέλεια των παιδιών ήταν αναντικατάστατος.
Επιπροσθέτως η παιδική ηλικία για ένα κορίτσι είχε περιορισμένες ασχολίες για εκείνη, αφού περιορίζονται μόνο στο γάμο και τη μοναστική ζωή. Ακόμα την είχαν αποκλείσει από δημόσιες εμφανίσεις και αν κάποιος πατέρας είχε όμορφη κόρη, έπρεπε να δίνει περισσότερο προσοχή, έτσι ώστε να μείνει μακριά από τα αντρικά βλέμματα..
Ένας ακόμη περιορισμός που δέχονταν η γυναίκα ήταν πάνω στο θέμα της μόρφωσης και της εκπαίδευσης. Στη διάρκεια της μακραίωνης βυζαντινής ιστορίας αναφέρονται πολλές μορφωμένες και καλοαναθρεμμένες γυναίκες. Είναι βέβαιο ότι τα κορίτσια που ανήκαν σε πλουσιότερες τάξεις, έπαιρναν την ίδια περίπου μόρφωση με τα αδέρφια τους, καθώς η διδασκαλία γινόταν στο σπίτι από ιδιωτικούς δασκάλους. Οι δυνατότητες, όμως, για τη μόρφωση εν γένει των γυναικών στο Βυζάντιο ήταν πολύ περιορισμένες.
Έτσι οι βασικές αρχές για την ανατροφή των βυζαντινών κοριτσιών είναι απόλυτα συμβιβασμένες και εναρμονισμένες σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, αλλά και με τα πρότυπα της. Για να μπορέσουν λοιπόν να πετύχουν το στόχο τους οι μητέρες δεν έπρεπε ποτέ να εκθέτουν τα κοσμήματα και οτιδήποτε άλλο θα έκανε τις κόρες τους όμορφες.
Επίσης η επιλογή της ιδανικής συζύγου δεν στέκονταν μόνο στα περιουσιακά στοιχεία, αλλά και στο σωματικό κάλλος όπου ως τότε το απέρριπταν και το θεωρούσαν ως κάτι άσχημο.
 Τέλος, στις σωστές συζυγικές σχέσεις ήταν σημαντικό προσόν για τη γυναίκα να έχει την ίδια καταγωγή, αλλά και κοινωνική τάξη με το σύζυγό της.
Παραδείγματα γυναικών που διακρίθηκαν για την πνευματική τους καλλιέργεια, την μόρφωση και τον ψυχικό τους πολιτισμό:
Οι μητέρες των Μεγάλων Πατέρων, οι αδελφές τους και οι συνεργάτιδές τους είχαν και πνευματικές ενασχολήσεις. Μελετούσαν τα ιερά γράμματα, την ιερή θεωρία και την βίωση της λατρείας. Είτε ασχολήθηκαν με την ανατροφή των παιδιών, είτε με την διακονία της Εκκλησίας, δεν παραμελούσαν την πνευματική και την δημιουργική τους δράση. Η παράδοση που είχαν οι μαθήτριες του Ωριγένη στην Αλεξάνδρεια τους πρώτους αιώνες, συνεχίζεται στο Βυζάντιο τον μεσαίωνα.
Στην ίδρυση του Πανδιδακτηρίου, από τον Θεοδόσιο τον Β΄, στην Κωνσταντινούπολη το 425, ρόλο έπαιξε η Πουλχερία, αδελφή του Θεοδοσίου και η Ευδοκία (Αθηναΐς), σύζυγός του.
Η Θεοδώρα (6ος αιώνας) αργότερα φροντίζει να εκδοθούν διατάγματα ευνοϊκά για την γυναίκα και να καταργηθούν θεσμοί που την εξευτέλιζαν. Η Θεοδώρα στάθηκε πολύτιμη σύντροφος στο πλευρό του Ιουστινιανού. Με την αποφασιστική στάση της τον εμψύχωσε στα γεγονότα της Στάσης του Νίκα και τον απέτρεψε από την ιδέα να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη. Ήταν πάντα αφοσιωμένη στους φίλους της, όπως ο στρατηγός Ναρσής, δεν συγχωρούσε όμως όσους θεωρούσε απειλή για την επιρροή της. Θύμα της ήταν ο Ιωάννης Καππαδόκης, ο οποίος παρά τις ικανότητές του και τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στο αυτοκρατορικό ταμείο έχασε το 541 τη θέση του. Σ' αυτήν αποδίδονται διατάξεις της νομοθεσίας του Ιουστινιανού υπέρ των γυναικών, όπως αυτή που απαγόρευε την πώληση προικώων ακινήτων. Στη Θεοδώρα επίσης αποδίδεται η ίδρυση ενός οίκου για πρώην εταίρες.
Κυβέρνησε όπως οι αυτοκράτορες: ήταν προϊσταμένη της αυλής, διόριζε αξιωματούχους, εξέδιδε διατάγματα, ρύθμιζε δικαστικές διαφορές, δέχονταν πρέσβεις και αρχηγούς κρατών, εκπλήρωνε τυπικό ρόλο του αυτοκράτορα και λάμβανε αποφάσεις σχετικά με ζητήματα οικονομικής ή εξωτερικής πολιτικής, πάντα με «σοβαρή φωνή» όπως μας πληροφορεί ο Ψελλός. Το μοναδικό ίσως μειονέκτημα ήταν ότι δεν μπορούσε να οδηγήσει προσωπικά το στρατό στη μάχη.
Φαίνεται πως είχε πλήρη συναίσθηση της δύναμής της. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, ενώ κατά το έθιμο, για να πάρει με το μέρος της αρχές και λαό έπρεπε να κάνει δωρεές, εκείνη αρνήθηκε δικαιολογώντας την απόφασή της αυτή, σύμφωνα με τον Ψελλό, ως ανανέωση αρχής που ανήκε στη νόμιμη κληρονόμο. Εδώ έχουμε και μια πρόσθετη πληροφορία που αφορά στη φιλαργυρία της, αλλά και την οικονομική πολιτική που εφάρμοσε κατά την περίοδο που ήταν στην εξουσία. Η Θεοδώρα κατά την περίοδο της βασιλείας της έκοψε χρυσά νομίσματα.
Η Άννα Κομνηνή ήταν Βυζαντινή ιστορικός, από τις σημαντικότερες μορφές της πνευματικής ζωής της Αυτοκρατορίας κατά τον 12ο αιώνα. Ήταν κόρη και πρωτότοκο παιδί του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού και της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκα και εγγονή της Άννας Δαλασσηνής. Στο ιστορικό της έργο «Αλεξιάς» καθρεφτίζεται η μεγαλη παιδεία της, η αρχαιομάθειά της, η εξοικείωσή της με την Αγία Γραφή και προπαντός η αφοσίωση και ο θαυμασμός της για τον πατέρα της.
Στο «Αλεξιάς», εξιστορεί τα συμβάντα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού. Αυτή ήταν ερασιτέχνης γιατρός και, σύμφωνα με τις πηγές, γνώριζε τόσα πολλά για την ιατρική, όσα κι ένας επαγγελματίας γιατρός.
Η προσωπικότητα της οσίας Κασσιανής (9ος αιώνας) ξεχωρίζει στην βυζαντινή ποίηση, γεμάτη ευφυΐα και δύναμη.
Περί βυζαντινών βιβλιοθηκών
Το Βυζάντιο υπήρξε ο φύλακας και ο συντηρητής των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και σ’ όλη την περίοδο της ιστορίας του διέσωσε τα κλασικά χειρόγραφα, τα οποία παρέδωσε στον νεώτερο κόσμο για έρευνα και επεξεργασία. Το Βυζάντιο υπήρξε μια απέραντη βιβλιοθήκη που φύλαγε για 1.000 χρόνια τον αρχαίο θησαυρό. Οι αυτοκρατορικές και πατριαρχικές βιβλιοθήκες της Πόλης με τις χιλιάδες τόμους των, ήταν πραγματικό στολίδι της Βασιλεύουσας. Ατομικές βιβλιοθήκες μεγάλων σοφών, όπως του Μ. Φωτίου, του Αρέθα, του Χωνιάτη κ.ά. ήταν επίσης πλούσιες.
Ανεκτίμητος θησαυρός ήταν οι βιβλιοθήκες των μοναστηριών όχι μόνο της Πόλης, όπου φημισμένη ήταν η βιβλιοθήκη της μονής Στουδίου, αλλά και σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, όπως Άγιο Όρος, Πάτμος, Μετέωρα, Μονή του Σινά, Λαύρα του Αγ. Σάββα. Ας σημειώσουμε πως στη βιβλιοθήκη της μονής της Πάτμου, σώζονται έως σήμερα 900 περίπου χειρόγραφα και στη μονή της Αγ. Αικατερίνης στο Σινά περίπου 3.000 χειρόγραφα.
Από τον 10ο αιώνα εφευρέθηκε χαρτί πολύ πυκνό, παρόμοιο με τα δικά μας που ονομάστηκε βομβύκιος. Σε αυτό το είδος χαρτιού είναι γραμμένα τα περισσότερα βυζαντινά χειρόγραφα.
Η ύλη επί της οποίας γράφονταν τα βιβλία στοίχιζε πάρα πολύ, εξ άλλου έπρεπε να αντιγράφονται με το χέρι και γι' αυτό λέγονται χειρόγραφα. Μεγάλη λοιπόν ήταν η δυσκολία και ο κόπος απόκτησης βιβλίων και μέγιστες οι δαπάνες, πολύ μεγαλύτερες από σήμερα, που απαιτούνταν για να καταρτιστούν βιβλιοθήκες.
Εκτός αυτού, και εκ των καταστροφών τις οποίες επέφεραν οι βάρβαροι, πολλά συγγράμματα της αρχαιότητας χάθηκαν. Ιδίως κατά τις δύο αλώσεις της Κωνσταντινουπόλεως, επί των Λατίνων (1204) και επί των Τούρκων, έγινε αξιοθρήνητη καταστροφή των πνευματικών θησαυρών.
Η φιλολογία των Βυζαντινών ήταν σχεδόν ολόκληρη συγκεντρωμένη στην πρωτεύουσα τους. Αν και δεν γνωρίζουμε το μέγεθος της καταστροφής, πρέπει όμως να λυπούμαστε για την καταστροφή των πλούσιων βιβλιοθηκών κατά τις 3 πυρκαγιές της Κωνσταντινούπολης.
Όσα δε συγγράμματα της αρχαιότητας σώθηκαν, οφείλεται στην φιλοπονία και την επιμέλεια των Βυζαντινών και σε αυτούς οφείλεται τιμή αιώνια, εκ μέρους όλης της ανθρωπότητας για το ότι μας διέσωσαν αυτούς τους πνευματικούς θησαυρούς. Όχι μόνο με τους πόλεμους του Μεσαίωνα εμπόδισαν τους βάρβαρους να καταστρέψουν την αρχαία σοφία, αλλά και με μεγάλες δαπάνες και κόπους διαφύλαξαν σε μας την πολύτιμη κληρονομιά της αρχαιότητας.
Στο έργο της αντιγραφής και της διάσωσης των αρχαίων συγγραφέων πρωτοστάτησαν τα μοναστήρια. Οι αντιγραφείς των αρχαίων χειρογράφων είναι ιδίως μοναχοί. Σε μια μεγάλη αίθουσα έγραφαν καθ’ υπαγόρευση ενός, ο οποίος διάβαζε το πρωτότυπο χειρόγραφο. Έπειτα λόγιοι άνθρωποι διόρθωναν τα αντίγραφα. Την ίδια εργασία έκανε στο παλάτι μετά τον 3ο αιώνα και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, ο οποίος είχε καταρτίσει ολόκληρο συνεργείο εγγράμματων ανθρώπων για τον σκοπό αυτό. Γινόταν δηλαδή η ίδια εργασία που έκαναν άλλοτε οι Πτολεμαίοι στην Αίγυπτο. Τα αρχαία χειρόγραφα έπρεπε να βρεθούν και να συναθροιστούν στην Κωνσταντινούπολη. Οι πλούσιοι λόγιοι, οι προστάτες των γραμμάτων άρχοντες του κράτους, έστειλαν πράκτορες σε όλα τα μέρη, όπου ήταν δυνατόν να βρεθούν χειρόγραφα. 
 Στα μεγάλα μοναστήρια των επαρχιών κυρίως και τα απέραντα μοναστήρια της Συρίας και της Αιγύπτου είχαν καταρτισθεί σπουδαίες βιβλιοθήκες. Πολλές υπήρχαν στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας κατά τους πρώτους αιώνες στην Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια και έπειτα στην Θεσσαλονίκη. Ιδίως όμως περίφημες ήσαν οι βιβλιοθήκες της Κωνσταντινουπόλεως. Η πρώτη βιβλιοθήκη η οποία ιδρύθηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, εμπλουτίσθηκε από τον Ιουλιανό με μεγάλο πλήθος βιβλίων. Την βιβλιοθήκη αυτή υποστήριξαν αργότερα και άλλοι αυτοκράτορες όπως ο Ουάλης και ο Θεοδόσιος ο Β΄ . Άξια προσοχής είναι η είδηση ότι ο αυτοκράτορας Ουάλης διόρισε στις βιβλιοθήκες 7 ακόμη καλλιγράφους.
Αυτή η βιβλιοθήκη καταστράφηκε από πυρκαγιά αλλά γρήγορα αποκαταστάθηκε, διότι ο αυτοκράτορας Ζήνωνας συνέστησε δεύτερη, η οποία είναι αυτή που φέρεται πυρπολημένη από τον αυτοκράτορα Λεόντα τον Ίσαυρο. Αλλά οι ιστορικοί οδηγούνται να πιστέψουν ότι αυτός εξαφάνισε μόνο μερικά βιβλία και τα υπόλοιπα τα μετάφερε στα ανάκτορα καταρτώντας την αργότερα πολύ μνημονευμένη Βασιλική Βιβλιοθήκη ή Βιβλιοθήκη του Παλατίου. Την σημασία της βασιλικής βιβλιοθήκης και τις δαπάνες που αυτή συνεπάγονταν, μπορούμε να εκτιμήσουμε από τον Κεδρηνό αναβιβάζοντας τα βιβλία αυτά σε «δώδεκα μυριάδες». Ο Μανασσής αναφερόμενος στον πλούτο των βιβλίων αυτής της βιβλιοθήκης λέει : «Βίβλοι γαρ ήσαν εν αυτώ προτεθησαυρισμέναι εις τρισμυρίας φθάνουσα και άλλας τρισχιλίας».
Βέβαια ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να ληφθεί κατά λέξη, αρκεί όμως για να πείσει ότι η βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης ήταν ασφαλώς η μεγαλύτερη της εποχής και γενικότερα η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου κατά τον Μεσαίωνα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους, οι σουλτάνοι κατάρτισαν την λεγόμενη βιβλιοθήκη του Σεραγίου και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά από τα βιβλία της προέρχονταν από την βασιλική αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης. Ιδέα των βιβλιοθηκών που υπήρχαν τότε στα παλιά μοναστήρια μας δίνουν και σήμερα οι βιβλιοθήκες οι οποίες σώζονται στις μονές και προπαντός στα μοναστηριακά κέντρα, ιδίως στα Μετέωρα και κατ’ εξοχήν στις μεγάλες μονές του Αγίου Όρους.
Ως προς τις ιδιωτικές βιβλιοθήκες, τις οποίες κατείχαν οι άρχοντες και οι πλούσιοι της Κωνσταντινουπόλεως, δεν μπορούμε να έχουμε βεβαίως πολλές πληροφορίες. Γνωρίζουμε ότι ο Πατριάρχης Σέργιος, στις αρχές του 7ου αιώνα είχε βιβλιοθήκη, ίσως μάλιστα ίδρυσε και δημόσια. Του Μ. Φωτίου η βιβλιοθήκη και άλλων πλούσιων λογίων θα ήταν πλουσιότατη και γενικά η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη παρείχαν κατά τους ζοφερούς εκείνους χρόνους των επιδρομών και των πολέμων εικόνα λάμψης τόσο ζωηρής στην παιδεία, ώστε δεν δύναται παρά να μένει κατάπληκτος ο ερευνητής. Την εποχή κατά την οποία η κοινωνία της Δύσεως ήταν βυθισμένη σε σκότος αμάθειας και δεισιδαιμονίας, στην Κωνσταντινούπολη βασιλείς και βασίλισσες, άρχοντες και λαός, αμίλλονταν προς απόκτηση παιδείας και σοφίας των προγόνων τους.
Στις σχολές ακόμη και στις στοές των αγορών, σε κάθε συγκέντρωση, ο λόγος ξεκινούσε όχι μόνο σε ζητήματα, (όπως υποτίθεται), πάντοτε θεολογικά, αλλά και ιστορικά και φιλολογικά και φιλοσοφικά. Ο ανυπέρβλητος ζήλος των βυζαντινών λογίων, οι οποίοι κατόρθωναν να γίνονται κολοσσοί πολυμάθειας, όπως ένας Φώτιος, ένας Ψελλός, ένας Ευστάθιος, καταπλήσσει τον σημερινό άνθρωπο.
Περί ιεραποστόλων
Με τη στρατιωτική και την πολιτική του ιδιοφυία, ο καινούργιος "έφηβος αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος" δεν θα αργήσει να παραγκωνίσει τους ισότιμους ηγεμόνες του βασιλείου του και να επιβληθεί ως ο μοναδικός κυρίαρχος της απέραντης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όχι ιδιαίτερα μορφωμένος αλλά εξαιρετικά θρήσκος, ο Κωνσταντίνος θα αναλάβει μια μοναδική επιχείρηση, τον εκχριστιανισμό της αυτοκρατορίας του, που αποτελεί συγχρόνως και μια από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις της Ιστορίας.
Το Βυζάντιο διακρίθηκε και σ’ έναν άλλο τομέα αγάπης, πνευματικότερο και ευρύτερο: στον τομέα της ιεραποστολής. Χάρη στην πνευματική του θεμελίωση σκόρπισε επί αιώνες τα φώτα του Χριστιανισμού και του πολιτισμού στους γύρω λαούς, από τις Βρετανικές νήσους έως την Άπω Ανατολή. Ο ιστορικός Κ. Παπαρηγόπουλος γράφει: «το κράτος του μεσαιωνικού ελληνισμού, αφού έσωσε το χριστιανικό δόγμα, μετέδωσεν αυτό εις άπαντα τα έθνη της βορειανατολικής Ευρώπης…Σέρβοι, Κροάται, Ούγγροι, Βούλγαροι, Ρώσσοι…κατηχήθησαν και εδέχθησαν τα πρώτα του πολιτισμού σπέρμαατα: γραφήν, φιλολογίαν, διοίκησιν…».
Η ιεραποστολική εργασία είχε δύο αναπόσπαστες πλευρές: κατήχηση και ημέρωση. Εκκλησίες και σχολεία κτίζονταν κοντά στις βάρβαρες χώρες. Τα ελληνικά γράμματα και τα χριστιανικά ήθη δημιουργούσαν οάσεις πολιτισμού, εκεί όπου πρωτύτερα βασίλευαν η αμορφωσιά και οι προλήψεις.
Εργάτες του τεράστιου αυτού έργου ήταν οι έμποροι, οι ναυτικοί, οι διπλωμάτες, οι στρατιώτες, που παράλληλα με την κύρια απασχόλησή τους, μετέδιδαν τον ελληνικό χριστιανικό πολιτισμό. Αλλά και οι βυζαντινές πριγκίπισσες, που παντρεύονταν ξένους ηγεμόνες, μετέφεραν στις καινούργιες πατρίδες τους τις αλήθειες της Ευαγγελίου και τον πολιτισμό του Βυζαντίου. Και κάτι πραγματικά εκπληκτικό: Έλληνες αιχμάλωτοι από εχθρικούς λαούς γινόντουσαν διαπρύσιοι κήρυκες της ευαγγελικής αλήθειας.
Συστηματικοί όμως ιεραπόστολοι ήταν οι κληρικοί και οι μοναχοί του Βυζαντίου, που κάτω από την πνοή των Πατέρων και των Ιεραρχών, εκτέλεσαν έργο μοναδικό για την περαιτέρω εξέλιξη της Ευρώπης.
Μια πρώτη ιεραποστολική ώθηση στις αρχές του 4ου αιώνα δίνουν τα αρχαία Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας. Ξεχωριστή μορφή στον τομέα της ιεραποστολής είναι ο αγ. Ιλαρίων από την Γάζα της Παλαιστίνης. Όταν ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού και ο αγ. Αντώνιος ήρθε στην Αλεξάνδρεια για να ενισχύσει τους Χριστιανούς, τον ακολούθησε στην έρημο, όπου έμεινε μερικά χρόνια. Όταν γύρισε στη Γάζα ίδρυσε το πρώτο μοναστήρι ως «κέντρον ιεραποστολικών κυρίως ενεργειών», το οποίο γρήγορα ανέδειξε σπουδαίους εργάτες της διαδόσεως του Ευαγγελίου, στη γύρω ειδωλολατρική περιοχή και προσείλκυσε πολλούς, ακόμη και νομάδες Σαρακηνούς που βρίσκοντας στην έρημο, στη νέα θρησκεία. Έναν αιώνα αργότερα άλλος ασκητής, ο αγ. Ευθύμιος, προσείλκυσε στην πίστη ολόκληρη την φυλή των Σαρακηνών μαζί με τον αρχηγό τους, ο οποίος βαπτίστηκε και πήρε το όνομα Πέτρος.
Το χριστιανικό Βυζάντιο υπήρξε ο φωτοδότης του κόσμου. Οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι, μεταλαμπάδευαν το φως του Ευαγγελίου σ  όλο το γνωστό τότε κόσμο, έφθασαν μέχρι τις ερήμους της Σιβηρίας και της Κίνας. Το Βυζάντιο μετέβαλε πολλά ασυγκρότητα και βάρβαρα έθνη σε συγκροτημένα κράτη, όπως τη Ρωσία, την Βουλγαρία, την Σερβία, την Ουγγαρία. Αντίθετα όσοι λαοί βάρβαροι δεν δέχθηκαν την πολιτιστική επιρροή του Βυζαντίου, αυτοί εξαφανίσθηκαν από προσώπου γης, όπως οι Ούννοι οι Πετσενέγοι και άλλοι πολλοί.
Η Βυζαντινή Εκκλησία, έχοντας συνείδηση της οικουμενικότητας του Χριστιανισμού, διοργάνωσε ένα ευρύ δίκτυο εξωτερικής ιεραποστολής, η οποία κυριολεκτικώς εξημέρωσε απολίτιστους λαούς, ακόμη και ανθρωποφάγους
Με την σύγχρονη ιεραποστολή το φως του Χριστού μεταδίδεται σ’  όλα τα έθνη. Απόδειξη της μεγάλης εκτάσεως του σύγχρονου ιεραποστολικού έργου είναι το γεγονός ότι η Αγία Γραφή έχει μεταφρασθεί μέχρι σήμερα σε 2.500 περίπου γλώσσες και διαλέκτους. Το φως του Χριστού θα μεταδίδεται σ’  όλα τα έθνη, μέχρι να γνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι το φως του Ευαγγελίου, μέχρι να απλωθεί ο Χριστιανισμός σ’  όλη τη γη.
Περί ιατρικής επιστήμης
Η Παλαιά Διαθήκη για τους γιατρούς αναφέρει τα εξής: 1)Τίμα ἰατρὸν πρὸς τὰς χρείας αὐτοῦ τιμαῖς αὐτοῦ, καὶ γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος· 2) παρὰ γὰρ Ὑψίστου ἐστὶν ἴασις, καὶ παρὰ βασιλέως λήψεται δόμα. 3) ἐπιστήμη ἰατροῦ ἀνυψώσει κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἔναντι μεγιστάνων θαυμασθήσεται. 4) Κύριος ἔκτισεν ἐκ γῆς φάρμακα, καὶ ἀνὴρ φρόνιμος οὐ προσοχθιεῖ αὐτοῖς κ.α. (Σοφία Σειράχ, Κεφ. Λη΄).
Δηλαδή, τίμα τον ιατρόν, όπως του αρμόζει, έχων άλλωστε υπ' όψιν σου τας υπηρεσίας του εις τας ανάγκας σου, διότι ο Κύριος έκαμεν αυτόν. Από τον Ύψιστον Θεόν προέρχεται η θεραπεία, που δίδει ο ιατρός, ο οποίος και από τους βασιλείς ακόμη θα λάβει δώρα δια την ιατρικήν του επιστήμην. Η ιατρική επιστήμη θα αναδείξει τον ιατρόν· και ενώπιον επισήμων ανθρώπων θα αποκτήσει δόξαν. Ο Κύριος όρισε να φυτρώνουν φαρμακευτικά βότανα από την γην, ο δε φρόνιμος άνθρωπος δεν τα αποστρέφεται.
Ένα πρότυπο νοσοκομείο
Τον Οκτώβριο του 1136, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118-1143) υπέγραψε ένα τυπικό, με το οποίο ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη τη μονή του Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού.
«Επειδή Εγώ όρισα να γίνει και Νοσοκομείο που να περιθάλπει πενήντα κλινικούς ασθενείς, θέλω και ορίζω να υπάρχουν ανάλογα κρεβάτια γι’ αυτούς τους αρρώστους.
Από τα πενήντα αυτά κρεβάτια, τα δέκα να προορίζονται για τους χειρουργημένους ή για τους τραυματίες. Τα οκτώ για όσους πάσχουν από οξείες και επώδυνες ασθένειες οφθαλμολογικές, κοιλιακές και άλλες. Τα άλλα δώδεκα για άρρωστες γυναίκες. Τα υπόλοιπα για συνηθισμένους ασθενείς. Αν περισσεύουν κρεβάτια που προορίζονται για τραυματίες ή για αρρώστους με οφθαλμολογικά νοσήματα ή άλλες οξείες ασθένειες, να συμπληρώνονται από άλλους αρρώστους, οποιαδήποτε νόσο κι αν έχουν.
Κάθε κρεβάτι να έχει ένα στρωσίδι, ένα τρίχινο στρώμα με μαξιλάρι κι ένα πάπλωμα. Το χειμώνα να προστίθενται και δυο βελέντζες. Τα πενήντα αυτά κρεβάτια τα χωρίζω σε πέντε τμήματα (όρδινους). Σε κάθε τμήμα να υπάρχει και ένα παρακρέβατο. Αυτά να προορίζονται για αρρώστους με επείγουσες περιπτώσεις, οι οποίοι, επειδή τα κανονικά κρεβάτια θα είναι γεμάτα, δεν θα βρίσκουν θέση.
Εκτός από τα κρεβάτια αυτά τοποθετούνται ακόμη έξι πρόσθετα, με ειδικά στρώματα που έχουν μια στρογγυλή τρύπα στη μέση. Αυτά προορίζονται για κατάκοιτους και για όσους πάσχουν από οξύ νόσημα ή είναι εντελώς εξαντλημένοι ή έχουν οδυνηρά τραύματα.
Πρέπει να υπάρχουν μόνιμα στη διάθεση των αρρώστων που είναι άποροι ή πάσχουν από βαριά νοσήματα μέχρι δεκαπέντε ή και είκοσι φορεσιές για να τις χρησιμοποιούν μέσα στο Νοσοκομείο, παραδίνοντας τις δικές τους. Τα ρούχα των αρρώστων αυτών πρέπει να πλένονται και να φυλάγονται για λογαριασμό τους ώστε, να τα φορέσουν όταν αποθεραπευθούν και πρόκειται να φύγουν από το Νοσοκομείο. Κάθε χρόνο, όσες από τις κλινοστρωμνές και τις φορεσιές και τις φορεσιές φθείρονται εντελώς, να αντικαθίστανται. Τα στρώματα και τα μαξιλάρια να ξηλώνονται, να ξαίνεται το μαλλί τους και τα σχισμένα καλύμματά τους να αλλάζονται και να ξαναράβονται ώστε, οι άρρωστοι να ξαπλώνουν άνετα. Από τις κλινοστρωμνές και τα παλιωμένα ρούχα, όσα αντικαθίστανται, αλλά εξακολουθούν να είναι χρήσιμα στους αρρώστους, να φυλάγονται από τον Διοικητικό Διευθυντή. Τα υπόλοιπα να διανέμονται στους φτωχούς.
Επειδή τα πενήντα κρεβάτια χωρίστηκαν σε πέντε τμήματα, ορίζω σε κάθε τμήμα να απασχολούνται δυο γιατροί, τρεις ειδικευμένοι νοσοκόμοι, δυο επιπλέον βοηθοί τους και δυο τραπεζοκόμοι-καθαριστές. Από τους νοσοκόμους θα διανυκτερεύουν κάθε βράδυ τέσσερις άνδρες και μια γυναίκα, δηλαδή σε κάθε τμήμα από ένας. Αυτοί ονομάζονται εξκουβίτορες (νυκτερινή εφημερία). Για το τμήμα των γυναικών ορίζονται δυο γιατροί. Θα παρίστανται επίσης μια «ιάτραινα», τέσσερις ειδικευμένες νοσοκόμες, δυο επιπλέον βοηθοί τους και δυο τραπεζοκόμες-καθαρίστριες. Από τους γιατρούς που υπηρετούν στα τμήματα, οι δυο πρώτοι ονομάζονται πρωτομηνίτες. Εκτός, όμως, από τους γιατρούς των τμημάτων θα υπάρχουν επιπλέον δυο αρχίατροι (πριμμικήριοι), ένας καθηγητής για να διδάσκει την ιατρική τέχνη και δυο λογιστές (οπτίωνες). Για τους εξωτερικούς ασθενείς ορίζονται επιπλέον τέσσερις γιατροί, από τους οποίους οι δυο με την ειδικότητα του παθολόγου και οι άλλοι δυο με την ειδικότητα του χειρουργού. Οι δυο χειρουργοί θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και στις γυναίκες, αν τύχει καμιά από αυτές να έχει ανάγκη χειρουργικής επεμβάσεως. Στους γιατρούς αυτούς για τους εξωτερικούς ασθενείς θα παραστέκουν τέσσερις ειδικευμένοι νοσοκόμοι και άλλοι τέσσερις επιπλέον βοηθοί τους. Δυο από τους τελευταίους θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο μοναστήρι μήνα παρά μήνα.
Όλοι οι παραπάνω γιατροί χωρίζονται σε δυο ομάδες. Η πρώτη ομάδα θα υπηρετεί τον ένα μήνα και η άλλη τον άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τους δυο αρχίατρους. Θα παρουσιάζονται στο νοσοκομείο καθημερινά δίχως απουσίες. Επιπλέον, από τις αρχές του Μαΐου και μέχρι του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) θα παρουσιάζονται και τα απογεύματα. Έπειτα από τη συνηθισμένη ψαλμωδία θα επισκέπτονται με επιμέλεια τους ασθενείς για να τους εξετάζουν προσεκτικά και να διαπιστώνουν την πορεία της νόσου, να καθορίζουν τη θεραπεία που ταιριάζει στον καθένα, να διατάζουν τα πρεπούμενα σχετικά με το καθετί και να έχουν με κάθε επιμέλεια τη γενική φροντίδα, επειδή πρόκειται να δώσουν για όλα αυτά λόγο στον Παντοκράτορα.
Επίσης οι αρχίατροι, σύμφωνα με τη μηνιαία βάρδια, πρέπει να περνούν κάθε ημέρα από όλα τα κρεβάτια, να ρωτούν κάθε άρρωστο με ποιο τρόπο του προσφέρονται οι ιατρικές υπηρεσίες και αν του προσφέρονται με την πρέπουσα επιμέλεια και προθυμία από αυτούς που έχουν οριστεί να τον φροντίζουν. Επίσης, να σπεύδουν να διορθώνουν τα σφάλματα, να επιπλήττουν αυτόν που έδειξε αμέλεια και να σταματούν αμέσως τις ατσαλιές. Επίσης, πρέπει να παρακολουθούν την καθημερινή διανομή στους αρρώστους του ψωμιού και κάθε άλλου αναγκαίου που ορίστηκε να τους παρέχεται. Γενικά, πρέπει να επιτηρούν τα πάντα με επιμέλεια και να απαιτούν με κάθε φροντίδα να διορθώνονται οι παραλήψεις. Για το λόγο αυτό δεν τους ανατίθεται ευθύνη τμήματος, επειδή το μόνο έργο που έχουν είναι η άσκηση από μέρους τους της επιτηρήσεως. Αν ο γιατρός, που έχει ορισθεί για τους εξωτερικούς ασθενείς διαπιστώσει ότι ένας από αυτούς είναι βαριά άρρωστος, ενημερώνει σχετικά τον αρχίατρο. Τότε αυτός δίνει την εντολή να εξετάσει τον άρρωστο κι άλλος γιατρός από τους πιο έμπειρους ώστε, να φροντίσει να κάνει ό,τι είναι δυνατό για τη θεραπεία του.
Πέρα από τους γιατρούς που αναφέρθηκαν πιο πάνω, πρέπει να υπάρχει ένας Διοικητικός Διευθυντής («νοσοκόμος») και ένας Γενικός Επιμελητής («Μειζότερος»). Αυτοί θα παίρνουν με επάρκεια ό,τι χρειάζεται και θα τα μοιράζουν άφθονα, όχι μόνο στους αρρώστους που βρίσκονται στο νοσοκομείο, αλλά και στους εξωτερικούς. Για τη διαχείρηση των εφοδίων δε θα είναι υπόλογοι σε κανένα, προκειμένου να μη δημιουργείται καμία καθυστέρηση ή έλλειψη στη διανομή τους.
Γενικά, παραγγέλλουμε σε όλους, τόσο στους γιατρούς και σ’ αυτούς που τους επιτηρούν, όσο και στους νοσοκόμους και σε όλους τους άλλους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με στραμμένα τα μάτια προς τον Παντοκράτορα. Να μη δείχνουν αδιαφορία στη φροντίδα των ασθενών, μια και ξέρουν για το πόσο αμείβεται από το Θεό η εργασία αυτή όταν γίνεται σωστά, καθώς επίσης και για τον κίνδυνο που περικλείει, όταν αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση και ξεφεύγει από το σωστό δρόμο. Ό,τι κάνουμε σε καθένα από αυτούς τους ελαχίστους αδελφούς μας, ο Δεσπότης μας Θεός τα νιώθει σαν να γίνονται γι’ Αυτόν κι έτσι ανάλογα με τα καλά που κάνουμε, προσφέρει και τις αμοιβές. Πρέπει, λοιπόν, όλοι μας να διαμορφώσουμε τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς μας, με βάση τη σκέψη ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το ακοίμητο μάτι του Θεού και ότι το να πέσουμε στα χέρια Του είναι κάτι το φρικτό.
Στην παραπάνω ομάδα των γιατρών, των νοσοκόμων και όλων των άλλων, προσθέτουμε και τους εξής: έναν προϊστάμενο φαρμακοποιό («επιστήκτων»), τρεις ειδικευμένους παρασκευαστές-φαρμακοτρίφτες («πημεντάριοι»), δυο βοηθούς τους, έναν κλητήρα («οστιάριος»), πέντε πλύντριες («σαπωνίστριαι»), ένα θερμαστή στο μαγειρείο («λεβητάριος»), δυο μάγειρους, έναν ιπποκόμο («στράτωρ») για τα άλογα του μύλου και για να φροντίζει τα άλογα των γιατρών την ώρα που ασχολούνται στο νοσοκομείο, ένα θυρωρό («πυλωρός»), έναν τροφοδότη («οψωνιάτωρ»), δυο ιερείς και δυο αναγνώστες. Ο ένας από τους ιερείς, εφοδιασμένος με την άδεια του Αρχιερέα, θα αφιερωθεί στην ακρόαση των εξομολογήσεων των εξασθενημένων αρρώστων ώστε, να μη φεύγουν από τον κόσμο ανεξομολόγητοι και έτσι πεθαίνουν από τον ψυχικό θάνατο, που είναι αληθινά ο πιο φοβερός. Ακόμη προσλαμβάνονται δυο αρτοποιοί, τέσσερις νεκροθάπτες, ένας ιερέας για τις κηδείες, ένας καθαριστής αποχετεύσεων και ένας μυλωνάς».
Ο αυτοκράτορας είχε προικοδοτήσει όλο το συγκρότημα, ώστε να επιτελεί απρόσκοπτα το έργο του.
Θα αναφέρουμε μερικούς μόνο σπουδαίους γιατρούς του Βυζαντίου.
  1)  Ιάκωβος, 5ος αι. Ιατρός φαρμακολόγος και βοτανολόγος
  2)  Αέτιος ο Αμιδηνός, 5ος - 6ος αι. Ιατρός, φαρμακολόγος και βοτανολόγος. Ήταν ο διασημότερος
       γιατρός του 6ου αιώνα.
  3)  Ασκληπιόδωρος ο Αλεξανδρεύς 5ος - 6ος αι. Ιατρός, μαθηματικός και νεοπλατωνικός φιλόσοφος
  4)  Αλέξανδρος ο Τραλλειανός, 525-605. Ο πρώτος που χορήγησε σίδηρο για την αναιμία
  5)  Θεόδωρος ο πρωτοσπαθάριος, 610-642. Έγραψε ένα ξεχωριστό έργο με συνταγές φαρμάκων
  6)  Παύλος ο Αιγινίτης, 7ος αι. Ιατρός, ζωολόγος, φυτολόγος
  7)  Στέφανος ο Αλεξανδρεύς, 7ος αι. Φαρμακολόγος, αστρονόμος και μαθηματικός
  8)  Συμεών Σήθης, 11ος αι. Ιατρός, βοτανολόγος και αστρονόμος

  9)  Ιερόφιλος ο Σοφιστής, 12ος αι. Φαρμακολόγος, διαιτολόγος
10)  Νικόλαος Μυρεψός 1222 – 1255 Ιατρός, βοτανολόγος

       Συγγραφέας του έργου "Δυνάμερον" που περιλαμβάνει 2656 ιατρικές συνταγές.
       Αυτό το βιβλίο αποτέλεσε μέχρι και τον 15ο αιώνα το επίσημο φαρμακευτικό κώδικα της Δύσης και
       το επίσημο σύγγραμμα της ιατρικής σχολής του Παρισιού.
11)  Γρηγόριος Χιονιάδης 13ος-14ος αι. Ιατρός και Αστρονόμος στην Τραπεζούντα. Καθηγητής αστρονομίας στην Ακαδημία θετικών επιστήμων Τραπεζούντας
Ιατρικά συγγράμματα και νοσοκομεία:
1)      Ο Αλέξανδρος ο Τραλλειανός, 525-605, που αναφέραμε και ανωτέρω, έγραψε 12-τομη Παθολογία, όπου δίδονται λεπτομέρειες για 120 εγχειρήσεις, από μαστεκτομή έως αφαίρεση ουρολίθων.
2)      Ο Νικήτας ο Λεόντιος, 9ος αι. γράφει στη «Σύνοψη της Ιατρικής» για χειρουργικά θέματα και τα εργαλεία.
3)      Τα βιβλία του Αέτιου "Ιατρικά εκκαίδεκα" (δηλαδή «16 ιατρικά βιβλία») δεν περιλαμβάνουν μόνο τις δικές του ιατρικές γνώμες, αλλά και τις γνώμες και θεωρίες άλλων διαπρεπών αρχαιότερών του ιατρών. Ασχολείται με τη διάγνωση, την πρόγνωση, την αιτιολογία και τη θεραπευτική των νόσων. Επίσης, με τα απλά βότανα, τα μεταλλικά νερά, τα καταπλάσματα, τα ούρα, τις αιμορραγίες, τις νόσους του εγκεφάλου, των νεύρων, των αυτιών και της μύτης. Ακόμα, ο Αέτιος ο Αμιδηνός ασχολείται στο έργο αυτό με νοσήματα του στόματος, του θώρακα, των πνευμόνων και των εντέρων. Ο 7ος τόμος αφορά οφθαλμολογία, φάρμακα και οφθαλμολογικές επεμβάσεις.
4)      Ο ιατρός Ιωάννης Ακτουάριος τον 14ο αι. ανακάλυψε το παράσιτο της ταινίας, τον «τριχοκέφαλον άνισον».
5)      Έγινε επιτυχής διαχωρισμός Σιαμαίων τον 10ο αι. [G. Pentogalos-J. Lascaratos, Bulletin of the History of Medicine, 58 (1984), 99-102. L.J. Bliquez, Two lists of Greek Surgical Instruments and the State of Surgery in Byzantine Times, Symposium on Byzantine Medicine, DOP 38 (1984), 187-204].
Η προσφορά του Χριστιανισμού στις θετικές επιστήμες
Η προσφορά της Ορθοδόξου Ρωμανίας και στις θετικές επιστήμες υπήρξε μη ευκαταφρόνητη.
Στην Τραπεζούντα ιδρύθηκε η Ακαδημία θετικών επιστημών και όπου κατά την περίοδο 1204-1461 καλλιεργήθηκαν τα μαθηματικά και η αστρονομία. Λειτούργησε εκεί κοντά και το 1ο Αστεροσκοπείο, σύμφωνα με τον συγγραφέα Δ. Κωτσάκη. Συνέρεε πλήθος σπουδαστών από πολλές άλλες πόλεις ακόμη και από την Κων/λη. Παρόμοιες σχολές υπήρχαν σε Έφεσο, Σμύρνη και Καισάρεια.
·         Εξαίρετες μορφές θετικών επιστημόνων έχουν να επιδείξουν οι ανωτέρω σχολές, όπως στην Αλεξάνδρεια, τον Ιωάννη Φιλόπονο, ο οποίος έζησε το πρώτο μισό του 6ου αιώνα, θεμελίωσε την Ουράνια μηχανική και τελειοποίησε όργανα όπως ο αστρολάβος[7] κ.ά., 1.000 χρόνια πριν τον Γαλιλαίο!
·         Ο Ζώσιμος από την Πανόπολη (350-420) ήταν Έλληνας αλχημιστής. Γεννήθηκε στην Πανόπολη (σήμερα Ελ-Αχμίμ) της Αιγύπτου. Ο Ζώσιμος έκανε διάφορες μεταλλουργικές μελέτες, εξέλιξε την απόσταξη και καθιέρωσε τον όρο της χημείας από την τέχνη της μαύρης γης της Αιγύπτου, που ονομαζόταν «χεμ.». Δίδαξε στην Αλεξάνδρεια και έγραψε 28 βιβλία περί Αχλημείας, από τα οποία μόνο ένα διασώθηκε. Ένα από τα έργα του «περί ζύθων ποιήσεως» είναι η αρχαιότερη συνταγή παρασκευής μπύρας. Θεωρείται ότι είναι ένας από τους πρώτους Αλχημιστές.
·         Ο 1ος Αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας (Canterbury), ο Θεόδωρος, ήταν ένας Έλληνας της διασποράς. Γεννημένος το 602 στην Ταρσό της Κιλικίας, σπούδασε στην Αθήνα, μαθηματικά, αστρονομία και φιλοσοφία, όπου χάρις στην πολυμάθεια και στην σοφία του, απέκτησε την φήμη του φιλοσόφου. Εκεί ασπάσθηκε και τον μοναχικό βίο. Ιδρύει πρώτος στην Αγγλία σχολεία, βιβλιοθήκες, όπου διδάσκονται αριθμητική και την ελληνική γλώσσα. Είναι ιδρυτής της αγγλοσαξονικής φιλολογίας και των πρώτων Ναών. Έτσι μεταλαμπάδευαν τις γνώσεις και τον πολιτισμό οι Χριστιανοί. Είναι άγιος της Παπικής Εκκλησίας αν και Έλληνας.
  • Ιουλιανός ο αρχιτέκτονας 5ος-6ος αι. Μηχανικός και αρχιτέκτονας. Γνωστός από έναν μηχανισμό άντλησης νερού τον οποίον εφηύρε.
·         Δίδυμος 5ος-6ος αι . Γεωπόνος.
  • Ισίδωρος ο Μιλήσιος 6ος αι. Αρχιτέκτονας και μαθηματικός. Ολοκλήρωσε την Αγία Σοφία. Ίδρυσε στην Πόλη Σχολή Μηχανικών και υπήρξε δάσκαλος τους τελευταίου διευθυντή της Ακαδημίας Αθηνών του Δαμάσκιου. Σύμφωνα με τον Ευτόχιο, ο Ισίδωρος ήταν επίσης εφευρέτης οργάνου, σε μορφή διαβήτη, για τη χάραξη παραβολών.
  • Ιεροκλής και Καισάριος 6ος αι. Γεωγράφοι.
  • Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης 6ος αι. Γεωγράφος και τοπογράφος
  • Πισίδης Γεώργιος 6ος-7ος αι. Αστρονόμος, ζωολόγος, βοτανολόγος. Πίστευε στην σφαιρικότητα της γης.
  • Βάσσος Κασσιανός 6ος-7ος αι. Συγγραφέας γεωπονικών και φυσιογνωστικών έργων. Το έργο του "Γεωπονικά" θεωρείται το καλύτερο της βυζαντινής φυσιογνωμίας και αποτελείται από 26 βιβλία.
  • Τιμόθεος ο Γαζαίος 6ος-7ος αι. Ζωολόγος, γραμματικός.
  • Καλλίνικος 7ος αι. Έλληνας μηχανικός από την Ηλιούπολη της Συρίας, εφευρέτης του "υγρού πυρός"[8].
  • Ο μεγαλύτερος Βυζαντινός μηχανικός, φιλόσοφος και μαθηματικός ήταν ο Λέων ο Μαθηματικός. Ο Λέων γεννήθηκε στην Θεσσαλία τον 8ο αι, σπούδασε και μορφώθηκε στην Κωνσταντινούπολη και στην Άνδρο. Έγινε διδάσκαλος και διευθυντής του πανδιδακτηρίου (το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας). Ο Λέων ο μαθηματικός δίδαξε τετρακτύ[9], αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Η φοίτηση ήταν δωρεάν. Ο άγιος Κύριλλος ήταν ένας από τους μαθητές του. Ο Λέων κατασκεύασε διάφορες αυτόματες μηχανές όπως μηχανικά λιοντάρια, ένα επίχρυσο δέντρο με αυτόματα πτηνά, έναν αυτοματοποιημένο θρόνο, ένα σύστημα φρυκτωριών[10] κατά μήκος της αυτοκρατορίας και συνέγραψε πολλά έργα σχετικά με τα μαθηματικά, τους νόμους και την φιλοσοφία. Συγγραφέας του έργου «Πρόχειροι κανόνες» . Εφευρέτης του οπτικού τηλέγραφου, που λειτούργησε στην Ταρσό της Κιλικίας. Κατασκεύασε δύο τέλεια συγχρονισμένα ρολόγια με ανάμεσά τους μια σειρά από 7 φρυκτωρίες. Για τρία χρόνια διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, απομακρύνθηκε όμως μετά το τέλος της Εικονομαχίας, επειδή υποστήριζε εικονομαχικές απόψεις.
  • Ήρων ο Βυζαντινός 10ος αι. Μαθηματικός , αρχιτέκτονας και μηχανικός. Αναφέρεται ως ο επινοητής του "επιμονιδίου φαρμάκου" το οποίο προκαλούσε τόνωση του οργανισμού και καταπράυνση του αισθήματος της πείνας.
  • Πρόδρομος ο Μοναχός 12ος αι. Μαθηματικός , αστρονόμος αλλά και μονάχος ερημίτης δάσκαλος του Νικηφόρου Βλεμμύδη.
  • Νικηφόρος Βλεμμύδης 1197-1272. Μαθηματικός, αστρονόμος, γεωγράφος, ιατρός, θεολόγος.
  • Γεώργιος Ακροπολίτης 1220 – 1282. Πολιτικός, μαθηματικός, αστρονόμος. Ίδρυσε στην Πόλη βιβλιογραφικό εργαστήριο για να αντιγράφονται και να διασώζονται κείμενα και έργα προγενεστέρων και αρχαίων.
  • Η μεγαλύτερη πνευματική μορφή του 13ου αιώνα σπούδασε στην Νίκαια 4 χρόνια κλασσικές σπουδές και ιατρική στην Σμύρνη παρακολούθησε μαθήματα αριθμητικής, γεωμετρίας, αστρονομίας και οπτικής στη Σκάμανδρο της Τρωάδας. Έγραψε πολλά φυσικομαθηματικά βιβλία
  • Το 13ο αιώνα λαμπρή προσωπικότητα στο χώρο των μαθηματικών είναι ο λόγιος Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310). Γεννήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας.  Δίδασκε στο Oικουμενικόν Διδασκαλείον της Κωνσταντινουπόλεως από το 1275 ερμηνεία της Kαινής Διαθήκης και των Πατέρων, αριστοτελική φιλοσοφία, καθώς και τα μαθήματα της τετρακτύος, γραμματική, ρητορική, αστρονομία και μουσική. Ως δάσκαλος και φιλόσοφος έγραψε ρητορικά έργα, επιστολές, καθώς και το περίφημο Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων, αριθμητικής, μουσικής, γεωμετρίας και αστρονομίας ή Τετράβιβλο (Quadrivium). Το συγκεκριμένο βοήθημα για τους μαθητές της τετρακτύος το έγραψε γύρω στο 1300 και εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Δύση από τον Paul Tannery το 1896 με τον τίτλο «Quadrivium de George Pachymere».
  • Νικόλαος Καβάσιλας 14ος αι. Μαθηματικός, αστρονόμος και θεολόγος.
    Σε επιστολή του έδωσε μια ερμηνεία για τα αίτια του σχηματισμού του ουράνιου τόξου.
    Εκτέλεσε πειράματα πάνω στην διάθλαση του φωτός και στην πορεία των ακτίνων, μέσα σε μια διάφανη σφαίρα με νερό. Στις εργασίες του Καβάσιλα στηρίχτηκαν οι δυτικοί για να εξηγήσουν το ουράνιο τόξο. Το 1611 ο Μαρξ Αντώνιο ντε ντομινις δημοσίευσε μια εξήγηση για το ουράνιο τόξο που δεν διαφέρει από την εξήγηση του Καβάσιλα 300 χρόνια πριν!
Μη αριθμήσιμο το πλήθος των επιστημόνων-ερευνητών, που συνέβαλαν στην δημιουργία και ανάπτυξη κάθε κλάδου συστηματοποιημένης γνώσης και κατ’ επέκταση του ανθρώπινου πολιτισμού, ώστε αρκεστήκαμε να μνημονεύσουμε μόνο ένα μικρό δείγμα, για να μην ξεφύγουμε από το στόχο του παρόντος άρθρου.
Η βυζαντινή τέχνη
Η βυζαντινή τέχνη επηρεάστηκε από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή τέχνη (τη θέση των θεών και των ηρώων παίρνουν οι άγιοι, οι Απόστολοι, ο Χριστός και η Παναγία), όπως επίσης και από την τέχνη της Ανατολής (διακοσμητικά μοτίβα).
Είναι κυρίως θρησκευτική (αρχιτεκτονική Ναών, εικονογράφηση), αλλά και λαϊκή (αντικείμενα οικιακά). Κέντρο της βυζαντινής τέχνης ήταν η Κωνσταντινούπολη (κυρίως Ναοί). Τους Ναούς τους έχτιζαν σπουδαίοι αρχιτέκτονες και τους διακοσμούσαν άξιοι ζωγράφοι, που χρησιμοποιούσαν τα πιο καλά υλικά. Η Αγία Σοφία ήταν το λαμπρότερο κτίσμα του Βυζαντίου. Σε αυτή συνδυάστηκε η βασιλική με τον τρούλο, που συμβολίζει τον ουρανό. Στην περίοδο των Μακεδόνων ο ρυθμός αυτός εξελίχτηκε (σταυροειδής με τρούλο).
Μαζί με την αρχιτεκτονική εξελίχτηκε και η ζωγραφική. Αναπτύχθηκε επίσης το ψηφιδωτό. Σπουδαία δείγματα ψηφιδωτών (τα λίγα που έχουν σωθεί) υπάρχουν στην Αγία Σοφία, στον Άγιο Δημήτριο της Θεσσαλονίκης και αλλού. Τα σπουδαιότερα βέβαια ψηφιδωτά είναι αυτά, που εικονίζουν τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα στη Ραβέννα της Ιταλίας. Οι βυζαντινοί αρχιτέκτονες επέλεγαν τους χώρους οικοδόμησης με σεβασμό προς το περιβάλλον, όπως φαίνεται από τα μοναστήρια του Αγίου Όρους και των Μετεώρων (πάνω σε τεράστιους βράχους).
Με τη λαϊκή τέχνη ασχολήθηκαν πολλοί τεχνίτες, κατασκευάζοντας οικιακά σκεύη (κηροπήγια, δίσκοι, κουτάλια, πιρούνια) και κομψοτεχνήματα από μέταλλα και διάφορα άλλα υλικά.
Τέλος οι τεχνίτες της υπαίθρου έφτιαχναν τα αναγκαία εργαλεία και σκεύη, ακόμα και μουσικά όργανα. Οι γυναίκες ασχολούνταν με τη χειροτεχνία, το κέντημα και τη διακόσμηση των υφαντών.
Υστεροβυζαντινή Περίοδος (1261-1453)
Είναι η περίοδος εκείνη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που παρατηρείται το ασυνήθιστο φαινόμενο η μεν αυτοκρατορία να φθίνει οικονομικά και πολιτικά, οι δε θετικές επιστήμες να αναπτύσσονται αλματωδώς. Πραγματικά, η μελέτη των μαθηματικών και της αστρονομίας αναπτύχθηκε πάρα πολύ κατά την εποχή των Παλαιολόγων και μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης μεταλαμπαδεύτηκε στη Δύση για να αποτελέσει τον προπομπό της Αναγέννησης.
Μεταβυζαντινή Περίοδος
 Η περίοδος που ακολουθεί μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, το 1453, έως το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830, οριοθετεί την περίοδο της μετά Βυζαντίου εποχής και ονομάζεται Μεταβυζαντινή Περίοδος, όπου το υπόδουλο ελληνικό στοιχείο προσπαθεί να επιβιώσει και να επαναπροσδιορίσει την ιστορική του πορεία. Οι Οθωμανοί Τούρκοι οργανώνουν τους «άπιστους», θεσμοθετώντας το θρησκευτικό διαχωρισμό που όρισε ο Μωάμεθ αμέσως μετά την άλωση, αποτρέποντας την μεταξύ τους ώσμωση.
Από τις 29 Μαΐου 1453 άρχισε η «νύχτα δουλείας αιώνων». Η βυζαντινή αυτοκρατορία (η μεγαλύτερη σε διάρκεια χρόνου σε όλο τον κόσμο) χάνεται για πάντα. Η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε δύο μέρες σε τζαμί. Συνθλιβόταν ο Ελληνισμός με αλλεπάλληλους αποδεκατισμούς, αδιάλειπτους πολέμους, βίαιες μετακινήσεις, οδυνηρές και αισχρές αιχμαλωσίες και άλλα αναρίθμητα δεινά. Τις ημέρες της ζωής γέμισαν οι θρήνοι, τα δάκρυα, οι οδυρμοί, το παιδομάζωμα, τα γιαταγάνια, οι κρεμάλες και οι σκοτωμοί. Η ιστορία του Ελληνισμού των αιώνων της δουλείας γραφόταν κυριολεκτικά με αίμα και η ζωή του αξιοδάκρυτου λαού των ραγιάδων είχε μεταβληθεί σε κόλαση.
 Τα Ελληνόπουλα της Τουρκοκρατίας για αιώνες έρχονταν στον κόσμο και μεγάλωναν σε συνθήκες απελπιστικής φτώχειας και απέραντης λιτότητας. Ιδιαίτερα οι νέες Ελληνίδες διακινδύνευαν καθημερινά αναίσχυντη αρπαγή και επαίσχυντα εξευτελιστική μεταχείριση. Ήταν αναγκασμένα τα Ελληνόπουλα να συνηθίζουν την αγρία εμφάνιση του Τούρκου κατακτητή με τις κουμπούρες και το γιαταγάνι στη ζώνη του. Όταν κυκλοφορούσαν στους δρόμους, συχνά αντιμετώπιζαν βάναυσες ή και θανάσιμες δοκιμασίες, ή να τα μεταχειρίζονται ως κινητούς στόχους οι γενίτσαροι, στοιχηματίζοντας και δοκιμάζοντας στο σημάδι με τα πιστόλια τους.
 Αυτά τα κυνηγημένα και φοβισμένα Ελληνόπουλα, τα αγκάλιασε, αφού τα περιμάζεψε η Εκκλησία του χωριού και το μοναστήρι της περιοχής, όπου στεγάσθηκε το κρυφό σχολειό. Στους νάρθηκες των Εκκλησιών αποτολμήθηκαν και πραγματοποιήθηκαν οι συγκεντρώσεις των νέων, η Κατήχησή τους και η παίδευση τους στα Όσια και Ιερά της Πίστης και του Γένους μας. Ιδιαίτερα, στους πρώτους αιώνες της δουλείας, τα ελάχιστα γράμματα τα γνώριζαν και τα δίδασκαν αποκλειστικά ο παπάς και ο καλόγερος.
Σε όλη την διάρκεια της οθωμανικής δουλείας, η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε η κιβωτός της σωτηρίας του Ελληνικού Γένους και η δύναμη εκείνη που, με το ποιμαντικό και εθνικό έργο της, προετοίμασε τον υπόδουλο ελληνισμό να αγωνισθεί και να κερδίσει την ελευθερία του.
Αμέσως μετά την υποταγή του Βυζαντίου στους Οθωμανούς, η Εκκλησία διαισθάνθηκε τον κίνδυνο του εξαφανισμού του ελληνικού Γένους και γι αυτό αναζήτησε με αίσθημα ευθύνης αποτελεσματικούς τρόπους αντιστάσεως. Αντιλήφτηκε ότι μόνο η διατήρηση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης θα ενίσχυε την υπομονή, τη συνοχή και την καρτερία του Γένους στα δεινά της μακράς δουλείας· η εμμονή δηλαδή στην πίστη των πατέρων θα διατηρούσε την ιστορική συνέχεια και την αυτοσυνειδησία του ελληνικού έθνους.
Έτσι με όλες τις περιορισμένες, λόγω της σκλαβιάς, δυνάμεις της, η Εκκλησία καλλιέργησε το χριστιανικό ήθος και τον ορθόδοξο λειτουργικό τρόπο ζωής. Διατήρησε τη γλώσσα και την ιστορία μαζί με την ελπίδα της ελευθερίας. Η ελληνορθόδοξη πίστη και παράδοση συνιστούν πλέον την ταυτότητα του υπόδουλου ελληνισμού και την ειδοποιό διαφορά έναντι των μουσουλμάνων Οθωμανών. Αν η Εκκλησία δεν αναλάμβανε τότε να διαπαιδαγωγήσει εκκλησιαστικώς και εθνικώς τα υπόδουλα τέκνα της, όλα αυτά θα ήταν αδύνατον να επιτευχθούν μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας που επέφερε η μακροχρόνια οθωμανική δουλεία.
Έτσι η σχέση ελληνικής παιδείας και Εκκλησίας κατέστη αδιάρρηκτη, η δε «πάτριος πίστις» αποτέλεσε «το μόνον προτιμώτατον και αναγκαιότατον» αγαθό εθνικής σωτηρίας.
Για τα ιδανικά αυτά θυσιάσθηκε πλήθος νεομαρτύρων και εθνομαρτύρων, δεκάδες χιλιάδες κληρικοί μαρτύρησαν «υπέρ πίστεως και πατρίδος» και ο μαρτυρικός τους θάνατος συνετέλεσε τα μέγιστα στην προετοιμασία του Γένους για την παλιγγενεσία του 1821, αλλά και στη τροφοδότηση της αγωνιστικότητας και της ελπίδας.
Η Εκκλησία, λοιπόν, έγινε ο διαπορθμευτής της Θείας Πρόνοιας, η οποία τέλεσε το θαύμα της διασώσεως του Γένους μας από την οθωμανική σκλαβιά των τετρακοσίων χρόνων και οδήγησε τον υπόδουλο ελληνικό λαό στην ελευθερία.
Περαιτέρω θα εξιστορήσουμε εν ολίγοις πώς διασώθηκε το έθνος μέσα από την οθωμανική δουλεία. Πώς διασώθηκε η εθνικότητα, ο πολιτισμός, η γλώσσα και η πίστη του, κατά την μακροχρόνια σκαβιά υπό τον οθωμανικό ζυγό.
H Εκπαίδευση κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας
Ο ρόλος της Εκκλησίας στα πλαίσια της προσπάθειας επιμόρφωσης των υποδούλων κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας είναι αδιαμφισβήτητος, όχι μόνον εξαιτίας της προσφοράς του στη στοιχειώδη, έστω, εκπαίδευση των Ελλήνων αλλά πολύ περισσότερο για την ουσιαστική συμβολή του στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης άρρηκτα συνδεδεμένης με την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Τούρκους δε σήμανε μόνο το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και τον περιορισμό, αν όχι την εξάλειψη, κάθε αξιόλογης πνευματικής δραστηριότητας στον κατακτημένο ελληνικό χώρο. Ο αναπόφευκτος μαρασμός στην εκπαίδευση χρειάστηκε υπεράνθρωπες προσπάθειες για την αντιμετώπισή του.
Τον αγώνα αυτό ανέλαβε κατά κύριο λόγο η Εκκλησία και κατά δεύτερο απόδημοι Έλληνες, μορφωμένοι πολλοί απ' αυτούς, οι οποίοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι η διατήρηση της πίστης, της γλώσσας και της εθνικής συνείδησης ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την ιστορική συνέχεια και την αναγέννηση του Έθνους.
Οι νάρθηκες των Εκκλησιών και τα κελιά των μοναστηριών ήταν οι χώροι όπου παραδίδονταν κάποια στοιχειώδη μαθήματα στα ελληνόπουλα από κληρικούς και μοναχούς. Η διατήρησή τους στη μνήμη των Ελλήνων ως "Κρυφά Σχολειά" είναι άλλη μια ένδειξη του σκληρού καθεστώτος που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στην υπόδουλη Ελλάδα, γεγονός που ερμηνεύει πιθανώς και την παντελή σχεδόν απουσία κάποιας άλλης δραστηριότητας στον τόσο σημαντικό τομέα της εκπαιδευτικής λειτουργίας.
Ελάχιστα σχολεία υπολειτουργούσαν σε ελληνικές περιοχές στα τέλη του 16ου αιώνα.
Αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος το 1454 ίδρυσε την Πατριαρχική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, που ονομάστηκε «Μεγάλη του Γένους Σχολή». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1593, ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός προτρέπει τους κατά τόπον Μητροπολίτες να ιδρύσουν σχολεία, ώστε να στηρίξουν την παιδεία, η οποία είχε διαλυθεί από τους Οθωμανούς. Μάλιστα η προτροπή αυτή δεν γίνεται προσωπικά, αλλά συνοδικά. Συγκεκριμένα: «Ώρισεν η αγία Σύνοδος έκαστον επίσκοπον εν τή εαυτού παροικία φροντίδα καί δαπάνην τήν δυναμένην ποιείν, ώστε τά θεία καί ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι βοηθείν δέ κατά δύναμιν τοίς εθέλουσι διδάσκειν καί τοίς μαθείν προαιρουμένοις, εάν τών επιτηδείων χρείαν έχουσιν».
Από την Σχολή αυτή βγήκαν μεγάλες προσωπικότητες που κατέλαβαν σημαντικές θέσεις στην Εκκλησία και την τουρκική διοίκηση και βοήθησαν το Γένος.
Βεβαίως, στα πρώτα χρόνια της δουλείας δεν υπήρχε δυνατότητα να λειτουργήσουν πολλά σχολεία, επειδή οι δυσκολίες ήταν αρκετές, αλλά και τότε που επετράπη η λειτουργία σχολείων, ήτοι από τον 17ο αιώνα και μετά, ήταν περιορισμένα.
Στην συνέχεια ιδρύθηκαν και άλλες Σχολές, όπως στην Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, την Πάτμο, την Άρτα, την Χίο, την Δημητσάνα, την Βέροια, την Σμύρνη, την Κύπρο, την Τραπεζούντα, την Αδριανούπολη, την Κοζάνη, την Αθήνα, την Ρόδο και αλλού.
Με αργά αλλά σταθερά βήματα αρχίζει η ίδρυση σχολείων με την επίβλεψη, τη συνεισφορά και την οικονομική ενίσχυση της Εκκλησίας, των αποδήμων Ελλήνων και των κοινοτήτων. Τα σχολεία της πρώτης βαθμίδας ,τα "κοινά", λειτουργούσαν στα Μητροπολιτικά Μέγαρα των πόλεων ή στους ιερούς Ναούς των κωμοπόλεων και τις παρακείμενες ιερές Μονές. Δίδασκαν στα παιδιά ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Τα παιδιά συνήθως κάθονταν στην ψάθα ή στον τάπητα του δαπέδου, μάλιστα δε ο διδάσκαλος του Γένους Γ. Γεννάδιος[11] εισήγαγε πρώτος τα θρανία στην Βλαχία. Επίσης χρησιμοποιούσαν την αρίθμηση, την λογαριθμική κλπ. Τα βιβλία που χρησιμοποιούσαν ήταν το Ψαλτήρι, η Οκτώηχος και ο Απόστολος μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, οπότε κυκλοφόρησαν τα πρώτα Αλφαβητάρια "Ελληνικά", όπως ονομάζονταν τα σχολεία της δεύτερης βαθμίδας, τα οποία είχαν περισσότερα αντικείμενα διδασκαλίας, όπως αρχαία, ελληνική γραμματεία, ρητορική, ηθική, γεωμετρία, φυσική, φιλοσοφία, θεολογία.
Το 17ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη, το εθνικό, θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο του ελληνισμού, άρχισε να παρουσιάζει κάποια εξέλιξη στον τομέα της εκπαίδευσης, όπως αποδεικνύεται από την αρτιότερη οργάνωση και τη διεύρυνση του αντικειμένου διδασκαλίας της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Η αναβάθμιση της Σχολής σε πανεπιστημιακό επίπεδο και η συμπλήρωση των θεολογικών μαθημάτων με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, της φυσικής, των μαθηματικών και της φιλοσοφίας έδωσε τη δυνατότητα σε αρκετούς νέους όχι μόνο να μορφωθούν οι ίδιοι, αλλά και σταδιακά να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους στους στερημένους Έλληνες.
Είναι σημαντικό, όπως σημειώνει ο Θεοχάρης Προβατάκης σε σχετική μελέτη του, ότι από τον 17ο αιώνα στους νάρθηκες των ιερών Ναών ζωγραφίζονται οι αρχαίοι Έλληνες, όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Σοφοκλής, ο Όμηρος, ο Πυθαγόρας, κλπ. οι περισσότεροι με φωτοστέφανο και ανοικτό ειλητάριο[12], ακόμη και ο Αριστοφάνης. Και αυτό γίνεται όχι μόνον στους Ναούς τού ελλαδικού χώρου, αλλά ολοκλήρου της Βαλκανικής.
Να, λοιπόν, που η Εκκλησία σ’ όλες της τις εκφάνσεις δεν διασπά την συνέχεια Ελληνισμού – Χριστιανισμού. Διδάσκει την αρχαία γραμματεία και φιλοσοφία. Ως εκ τούτου ποιοί κατεδίωξαν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα; Ας σταματήσουν τελικά οι μοιρολατρίες πως η Εκκλησία κυνήγησε, εκδίωξε ή κατέστρεψε την αρχαία μας κληρονομιά. Αντιθέτως η Εκκλησία έδρασε ως διασώστης της γνώσης ανά τους αιώνες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και ιστορίας.
Εκτός από την Κωνσταντινούπολη, όπου λειτούργησαν επίσης η Ελληνική Ιατρική Ακαδημία, η Πατριαρχική Μουσική Σχολή, η Εμπορική Σχολή της Χάλκης και η Θεολογική Σχολή, αρκετά εκπαιδευτήρια ιδρύθηκαν μέχρι το 19ο αιώνα σε διάφορες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Τότε η ανοδική πορεία της ελληνικής εκπαίδευσης έφθασε στο αποκορύφωμά της, με το φαινόμενο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Στη συλλογική προσπάθεια για την αφύπνιση του Γένους έδωσαν το "παρών" όχι μόνον κληρικοί και σπουδασμένοι δάσκαλοι, αλλά και πολλοί Έλληνες που εργάζονταν στον ευρωπαϊκό χώρο και είχαν αποκτήσει ευρύτερη μόρφωση, εμπλουτισμένη με τα σύγχρονα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Μοναστήρια θα διαδώσουν την ελληνική γλώσσα και κληρικοί θα διδάξουν την απαγορευμένη ελληνική ιστορία, ρισκάροντας τη ζωή τους, για να αποφύγουν την πνευματική εξαθλίωση τα ελληνόπουλα. Καθ’ όλη την διάρκεια της δουλείας απεσταλμένοι της Εκκλησίας θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν την χριστιανική πίστη και την ελληνική ιθαγένεια των υποδούλων, μπροστά στον τεράστιο κίνδυνο του εκτουρκισμού. Το εμπνευσμένο και ζωογόνο κήρυγμα του Νεομάρτυρος Αγίου Κοσμά του Αιτωλού συγκλόνιζε τις Ελληνικές καρδιές: «Να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μαθαίνουν Ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την Ελληνικήν και το Γένος μας είναι Ελληνικόν!». Μορφές της Εκκλησίας όπως ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Νεκτάριος Τέρπος, ο Ηλίας Μανιάτης και πολλοί άλλοι θα καταβάλουν τιτάνιο έργο για την διάσωση του γένους και την πνευματική του αναγέννηση.
Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός[13] θα περιοδεύσει σ’ όλη τη δυτική Ελλάδα και θα ιδρύσει περίπου 250 σχολεία για να μαθαίνουν τα ελληνόπουλα την γλώσσα τους, τον πολιτισμό τους, την πίστη τους. Το έργο του θα έχει ως αντίτιμο το βασανιστικό του θάνατο και η παρουσία του θα σφραγίσει τον Ελληνισμό. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Να σπουδάζετε και εσείς, αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα όσον ημπορείτε. Και αν δεν εμάθετε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν. Και αν δεν σπουδάσεις τα ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα οπού ομολογεί η Εκκλησία μας».
Πέρα από τούς θρύλους και τις παραδόσεις, αλλά και από το ποίημα τού Ιωάννη Πολέμη και τον γνωστό πίνακα τού Νικολάου Γκύζη με περιεχόμενο το «Κρυφό Σχολειό», που παραπέμπουν σε ιστορικά γεγονότα, υπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες πού φανερώνουν ότι πράγματι λειτουργούσαν μερικά υποτυπώδη σχολεία με διάφορες μορφές, που άλλοτε προσέφεραν στοιχειώδη παιδεία στον λαό, όταν δεν υπήρχαν σχολεία και άλλοτε συμπλήρωναν την παιδεία που δέχονταν στα επιτρεπόμενα, αλλά και πάντα ελεγχόμενα σχολεία.
Ας δούμε μια μαρτυρία που προέρχεται από τον Charles Tuckermann (Τάρκεμαν), πρώτο Αμερικανό Πρόξενο στην Αθήνα, στο βιβλίο του: "Οι Έλληνες της σήμερον". Ο Αμερικανός αυτός διπλωμάτης παρουσιάζει την προφορική παράδοση, την οποία είχε ακούσει από συνομιλητές του στην ελεύθερη Ελλάδα και την καταγράφει. Αφού εκθέτει το γνωστό ποίημα «φεγγαράκι μου λαμπρό / φέγγε μου να περπατώ / να πηγαίνω στο σχολειό / να μαθαίνω γράμματα / τού Θεού τα πράμματα»[14], στην συνέχεια γράφει:
«Τοιούτον περίπου ήτο το άσμα, όπερ ετραγώδουν οι Ελληνόπαιδες, πορευόμενοι εν καιρώ νυκτός εις το σχολείον επί τουρκοκρατίας. Το άσμα τούτο είναι γνωστόν εις πάντα Έλληνα νύν ως και πρότερον, και οι πατέρες, δεικνύοντες εις τα τέκνα των την σελήνην, επαναλαμβάνουσι τους στίχους τούτους, αφηγούμενοι αυτοίς πόσον τοίς εχρησίμευσεν αύτη κατά τούς σκοτεινούς χρόνους τής οθωμανικής κυριαρχίας. Μη επιθυμούντες, έστω και κατ' ελάχιστον, να ερεθίσωσι τους δεσπότας αυτών δυναμένους να παρακωλύσωσιν τας προς ιδίαν παίδευσιν προσπαθείας των, οι παίδες ουχί δε σπανίως και αυτοί οι πατέρες, εφοίτων διά νυκτός και κρυφά εις την οικίαν του διδασκάλου, όπως εξακολουθήσωσι τας σπουδάς των».
Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος σημειώνει ότι τα Μοναστήρια την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξαν «αφ’ ενός μεν τα ασφαλέστερα καταγώγια των γραμμάτων και των επιστημών, αφ’ ετέρου παρέσχον εις τους ασθενείς, τους πένητας, τους οδοιπόρους καταφυγήν και προστασίαν, ην ουδαμού αλλαχού τότε ηδύναντο ούτοι να εύρωσιν».
Η προσφορά της Εκκλησίας στον αγώνα του 1821 ( [15] )
Η Εκκλησία βοήθησε και σε συγκεκριμένες επαναστάσεις ή τοπικά κινήματα κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, καθώς Έλληνες Χριστιανοί κληρικοί βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των πολέμων και θανατώθηκαν μαρτυρικά, όπως ο επίσκοπος Τρίκκης Διονύσιος ο Φιλόσοφος στα 1600 ως τα 1611 και ο ιερεύς παπά-Θύμιος Βλαχάβας λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821, στα 1808.
Επισημαίνεται πρώτα-πρώτα η ηθική και υλική βοήθεια στην προετοιμασία της Επαναστάσεως του Εικοσιένα, αφού εκατοντάδες κληρικοί ήταν μέλη και απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας και χρησιμοποιήθηκαν σε κρίσιμες, λεπτές και εμπιστευτικές αποστολές, ως σύνδεσμοι επικοινωνίας για συντονισμό της επαναστατικής δραστηριότητας. Στη Φιλική Εταιρεία οι φράσεις του Μεγάλου Όρκου και το ύφος του είχαν χαρακτήρα Άγιο Γραφικό. Το Χριστιανικό Εορτολόγιο, ιδιαίτερα οι εορτές του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Γεωργίου, της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ασκούσαν έμπνευση στους Φιλικούς και αποτελούσαν και εορτές-επετείους της Φιλικής Εταιρείας. Πιο συνηθισμένοι τόποι μυήσεως αναφέρονται Εκκλησίες και Μοναστήρια. Λ.χ. για την Πελοπόννησο ο Άγιος Ηλίας Καλαμάτας και το Μέγα Σπήλαιο, ενώ ιερείς πρωτοστατούν στη μύηση Φιλικών. Ενδεικτική η μαρτυρία του Μακρυγιάννη: «Πήγα στον παπα-Οικονόμου. Κατεβάζει τις εικόνες όλες και μ’ ορκίζει και αρχινάγει να με βάλει εις το μυστήριον… Πήγα και του είπα· είμαι άξιος. Του φίλησα το χέρι, ορκίστηκα…».
Αμέριστη και ολόψυχη υπήρξε η συμμετοχή του Ορθοδόξου Κλήρου στη Φιλική Εταιρεία από τις πρώτες στιγμές, καθώς μαρτυρεί ο συνιδρυτής της Φιλικής Έμμ. Ξάνθος: «Εκατήχησαν διαφόρους ομογενείς… και ιερωμένους και ηγουμένους Ελληνικών μοναστηριών». Κορυφαία ονόματα: ο Άνθιμος Γαζής, ο Π. Πατρών Γερμανός, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος, ο Παπαφλέσσας, ο Σαλώνων Ησαΐας, ο Κύπρου Κυπριανός, μάλιστα τις παραμονές του Εικοσιένα, όλοι οι Μητροπολίτες και Επίσκοποι του Μοριά και της Ρούμελης ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Γρηγόριος Ε΄, που αναφέρεται συχνά στην αλληλογραφία και στον κώδικα επικοινωνίας των Φιλικών.
Η Εκκλησία ευλόγησε τα επαναστατικά όπλα των Ελλήνων στον Αγώνα του 1821. Η Επανάσταση του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία άρχισε με Δοξολογία. Μετά το πέρασμα του Προύθου και τη συγκέντρωση των ενόπλων ο Υψηλάντης κατευθύνθηκε στο Ιάσιο, όπου στην Εκκλησία των Τριών Ιεραρχών χοροστατούσε ο Μητροπολίτης Βενιαμίν. Μπροστά στον μητροπολιτικό θρόνο, επάνω σ’ ένα μικρό τραπέζι, ήταν αποθεμένο το σπαθί του Υψηλάντη. Ο Δεσπότης είπε έναν ψαλμό του Δαβίδ, επήρε το σπαθί λέγων: «περίζωσε την ρομφαία σου» και το έδεσε στη ζώνη του Αρχηγού. Και ενώ το πλήθος ζητωκραύγαζε, ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης, που είχε στη μία πλευρά το Σταυρό, την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και το περίφημο σύνθημα του Λαβάρου «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», ενώ στην άλλη πλευρά είχε το φοίνικα με τη φράση «εκ της τέφρας μου αναγεννώμαι».
Αυτά έγιναν στις 26 Φεβρουαρίου 1821. Ένα μήνα αργότερα, τα επαναστατικά όπλα ευλογούνται, στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα και στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου στην Πάτρα. Ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας ευλογεί τα όπλα του Αθανασίου Διάκου στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά στον Παρνασσό. Στις 16 Απριλίου 1821, στην Ύδρα, υψωνόταν η σημαία της Επαναστάσεως «δια χειρών του αρχιεπισκόπου Γερασίμου». Σχεδόν ταυτόχρονα και η Σαλαμίνα κήρυξε την Επανάσταση υπό την αρχηγία του ιερομόναχου Γρηγορίου της Μονής της Φανερωμένης. Ο Μητροπολίτης Χίου Πλάτων Φραγκιάδης και ο κληρικός Νεόφυτος Βάμβας πρωταγωνίστησαν για την Επανάσταση στη Χίο. Η Επανάσταση στις Σπέτσες είχε αρχίσει με δοξολογία με όλους τους ιερείς στο ναό του Αγίου Νικολάου και υψώθηκε η σημαία την Κυριακή των Βαΐων την ώρα ανάγνωσης του Ευαγγελίου και συγκεκριμένα όταν διαβαζόταν η φράση: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι κυρίου»! Την ημέρα του Πάσχα μετά από την Θεία Λειτουργία στο ναό του Αγίου Νικολάου, έγινε και η ύψωση της σημαίας της Επαναστάσεως και στα Ψαρά. Στα Ψαρά εξάλλου την 1η Ιουνίου 1822 το πρωί στη Θεία Λειτουργία του Ναού του Αγίου Νικολάου, ο Κωνσταντίνος Κανάρης έλαβε την ευλογία του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Ανθίμου που παρεπιδημούσε τότε στα Ψαρά και μετά ξεκίνησε για την επιχείρηση με τα πυρπολικά για να καύσει τον στόλο του Καρά Αλή.
Αλλά και στο πλήρωμα του πυρπολικού του Κανάρη υπήρχε και ο ναύτης ιερομόναχος Ιωσαφάτ που τον ενεθάρρυνε λέγοντας: «Αγάντα Κωνσταντή! Θάμαι κι εγώ μπουρλοτιέρης στο πλευρό σου βαστώντας, όχι ύσσωπο (=αρωματική, πολυετής πόα) αγιασμού για να προφυλάει τα ντελίνια, αλλά φρυγανόσκουπα βουτηγμένη στο κατράμι για να τους βάζω γιαγκίνι (=πυρκαϊά)»! Στην Αθήνα ο μητροπολίτης Διονύσιος με δοξολογία ευλογεί τα όπλα της Επανάστασης και αποτελεί το πρώτο μέλος της πενταμελούς Επιτροπής για την πολιορκία του φρουρίου των Αθηνών. Στις Μηλιές του Πηλίου την Επανάσταση της Θεσσαλο-Μαγνησίας προκαλεί ο αρχιμανδρίτης, διδάσκαλος του Γένους και Φιλικός Άνθιμος Γαζής.
Και στη Μακεδονία «έγινεν εκκλησιαστική τελετή ιερουργούντος του μητροπολίτου Μαρωνείας Κωνσταντίνου και εκηρύχθη η Επανάστασις» στις 28 Μαΐου 1821 στη Μονή των Καρυών, οπότε και ο Εμμανουήλ Παπάς αναγορεύθηκε αρχηγός και προστάτης της Μακεδονίας. Και στην Κρήτη με δοξολογία στην εκκλησία της Παναγίας άρχισε η Επανάσταση ενώ ο επίσκοπος Κισσάμου Μελχισεδέκ, που εργάσθηκε για την προετοιμασία της, μαρτυρούσε βασανιζόμενος και απαγχονιζόμενος. Γενικά κρίνοντας, θα έλεγε κανείς ότι η Εκκλησία ευλόγησε τα επαναστατικά όπλα σε κάθε γωνιά της Επαναστατημένης Ελληνικής γης.
Οι Ορθόδοξοι Έλληνες κληρικοί βρέθηκαν μεταξύ των πρώτων ως το τέλος του Αγώνα του 1821 και στα πεδία των μαχών. Ο Σαλώνων Ησαΐας ακολούθησε τον Αθανάσιο Διάκο στη μάχη της Αλαμάνας, όπου βρήκε το θάνατο στο πεδίο της μάχης. Ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος, οι επίσκοποι Μεθώνης και Κορώνης, ο επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Έλους Άνθιμος οι επίσκοποι Άρτας, Κερνίτσης, Ύδρας, Λήμνου, Σάμου, Κω, Καρύστου, Αθηνών αναδείχθηκαν πύρινοι επαναστάτες και εκρηκτικοί πατριώτες με προσωπική παρουσία στα πεδία των μαχών. Το χορό των πολεμάρχων-Ιεραρχών κλείνει η μορφή του Ρωγών Ιωσήφ στο Μεσολόγγι με την πολιορκία και την Έξοδο.
Εντυπωσιάζει τους ιστορικούς η παρουσία στις μάχες και η δράση του Επισκόπου Έλους, Ανθίμου Σκαλιστήρη που έκανε το σημείο του Σταυρού και ευλογούσε με τα πιστόλια και «είχε συνθέσει ειδικές ευχές, εξαποστειλάριο για τον αγώνα και πολεμούσε με το Σταυρό και το σπαθί»! Γι’ αυτόν ο Γιάννης Βλαχογιάννης έγραψε: «Η διάσωση της εθνικής ψυχής είναι ταυτόσημη με το φύλαγμα της ακοίμητης Χριστιανικής πίστης. Η έξαρση του έθνους φθάνει σε απίθανα φραστικά σχήματα, κυριολεκτικά σκανδαλιστικά για τον ήρεμο κι ανύποπτο σημερινό Χριστιανό. Η αξία της Ελληνικής γης, που την πατεί το πόδι του Τούρκου, που ήρθε η ώρα να λευτερωθεί… δεν είναι παρά η αξία του Παραδείσου. Η μόλυνση από τη γλώσσα, από τα ήθη των κατακτητών είναι σχεδόν χειρότερη από τη μόλυνση της αμαρτίας».
Παράλληλα εκδηλώθηκε και ως εξής η βοήθεια της Εκκλησίας στους αγωνιστές του ’21: Ηγούμενοι και καλόγηροι Μοναστηριών τροφοδοτούσαν Ελληνικά πολεμικά σώματα, έκρυβαν όπλα και πολεμοφόδια των επαναστατημένων Ελλήνων και ειδοποιούσαν και ενημέρωναν κατάλληλα για τις κινήσεις των εχθρών. Όπως συγκεκριμένα ο ηγούμενος και οι καλόγηροι του Μοναστηρίου «Ιερουσαλήμ» στη Δαύλεια ειδοποίησαν και ενημέρωσαν κατάλληλα το Νοέμβριο του 1826 τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στην Αράχωβα για την παρουσία, τις ενέδρες και τις κινήσεις των Τούρκων και έγιναν συντελεστές της σπουδαίας εκείνης νίκης που αναστύλωσε το επαναστατημένο Γένος μετά την πτώση του Μεσολογγίου. Κι ας μην ξεχνούμε τον «καλογερικόν πόλεμον» κατά του Ιμπραήμ των μοναχών του Μεγάλου Σπηλαίου.
Αγκάλιασε η Εκκλησία τους βαρυπενθούντες των αγώνων του 1821 και απάλυνε τους αλάλητους καημούς. Όπως του Γιάννη Γούναρη, του κυνηγού του Ομέρ Βρυώνη που ειδοποίησε στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου τους Χριστιανούς για το σχέδιο εφόδου τη νύχτα των Χριστουγέννων. Η οικογένειά του κατασφάχτηκε από τον εχθρό στην Άρτα και εκείνος περιβλήθηκε το ράσο του μοναχού για να ασκητέψει στο μοναστήρι της αγίας Ελεούσας στην Ακαρνανία. Ο Γιάννης Γούναρης έσωσε το Μεσολόγγι με την πληροφορία του, θυσίασε την οικογένειά του και βρήκε έλεος στο μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσας.
Και υλική προσφορά και οικονομική ενίσχυση κατέβαλε η Εκκλησία στον αγώνα του Εικοσιένα. Συγκεκριμένα το 1822 πρόσφερε για τις ανάγκες του Αγώνα 800 οκάδες[16] αργύρου από την εκποίηση σκευών μοναστηριών και Ναών στην Επαναστατημένη Ελλάδα.
Ακόμη πρόσφερε εκατοντάδες εκατομμυρίων γροσιών[17] και ρουβλίων[18], που συγκέντρωνε από εισφορές πιστών τέκνων και ευεργετών, ως λύτρα για εξαγορά αιχμαλώτων Ελλήνων. Μετά από κάθε καταστροφή-ολοκαύτωμα Ελλήνων (π.χ. Χίου, Ψαρών, Κάσου κ.ά.), οργάνωνε η Εκκλησία δίκτυο διάσωσης και εξαγοράς αιχμαλώτων από τα σκλαβοπάζαρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αλλά και μορφωμένους κληρικούς, βουλευτές στις Εθνοσυνελεύσεις του Επαναστατημένου Έθνους ανέδειξε η Εκκλησία, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Βρεσθένης Θεοδώρητος.
Άλλωστε και τα κείμενα των Εθνοσυνελεύσεων αποδεικνύουν το κύρος της Εκκλησίας και αποπνέουν Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη με κορύφωση την προμετωπίδα: «Εις το Όνομα της Αγίας και Αδιαιρέτου και Ομοουσίου Τριάδος»!
 Η πολυτιμότερη προσφορά της Εκκλησίας παραμένει η προσφορά αίματος των κληρικών μαρτύρων. Θανατώθηκαν επώνυμοι κληρικοί περισσότεροι από τους επώνυμους στρατιωτικούς και πολιτικούς! Ιδιαίτερα κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης του Εικοσιένα θανατώθηκαν μαρτυρικά οι Αρχιερείς Αγχιάλου Ευγένιος, Εφέσου Διονύσιος, Νικομηδείας Αθανάσιος, Σωζοπόλεως Παϊσιος, Γάνου και Χώρας Γεράσιμος, Μυριοφύτου Νεόφυτος, Δέρκων Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Λαρίσης Πολύκαρπος, Σαλώνων Ησαΐας, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος, Κυρήνειας Λαυρέντιος, Κρήτης Γεράσιμος, οι Συνοδικοί του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Γρηγόριος Ε΄.
 Για τη θυσία του Γρηγορίου Ε΄ ο Έλληνας ιστορικός Δημ. Φωτιάδης γνωμάτευσε: «Η αγχόνη που πήρε τη ζωή του αντί ν’ απελπίζει το αγωνιζόμενο έθνος, αντίθετα χαλύβδωσε την απόφασή του να ζήσει ελεύθερο»! Και ο Τούρκος ιστορικός Δζεβδέτ πασάς (1822 – 1895) σημείωσε: «Μετά τον απαγχονισμόν του Πατριάρχου οι Ρωμιοί ετράπησαν προς την οδόν του αντί πάσης θυσίας αγώνος και ήρχισαν να προπαρασκευάζονται πανταχόθεν με πολλήν εθελοθυσίαν. Και τέλος η κατάστασις αυτή απέληξεν εις την ίδρυσιν του Ελληνικού κράτους».
Περί Νεομαρτύρων
Η διατήρηση της Εκκλησιαστικής ζωής και η τήρηση των ουσιαστικών και τυπικών διατάξεων της Ορθοδόξου Εκκλησιαστικής πράξεως και η εμμονή σε αυτές, δεν ήταν δυνατόν παρά να ενοχλεί κατά τις καθημερινὲς ενασχολήσεις και σε λαϊκό κυρίως περιβάλλον τους αλλόθρησκους Μουσουλμάνους, οι οποίοι επί πλέον ήταν κυρίαρχοι και κατακτητές. Εφευρίσκονται λοιπόν αφορμές για να καταδιώκονται πιστοὶ εμμένοντες στα πάτρια, να αναζητούνται τρόποι προσηλυτισμού των και μάλιστα τρόποι αρκούντως και πολλαπλώς ἑλκυστικοὶ για να αποσπώνται Χριστιανοὶ Ορθόδοξοι και να μεθίστανται στον Μωαμεθανισμό. Υπήρξαν πάροδοι βίαιων εξισλαμισμών ή βίαιων προσκτήσεων στον Μουσουλμανισμό, όπως το παιδομάζωμα, το όποιο εν τέλει καταργείται στις αρχές του 18ου αι. Όμως εξ ίσου οδυνηροί, αν όχι περισσότερο, ήταν οι βίαιοι εξισλαμισμοί επί προσωπικού επίπεδου. Βεβαίως δεν υπήρχαν νόμοι για αναγκαστικό εξισλαμισμό. Γι αυτό εφευρίσκονταν τρόποι ελκυστικοί, που ήταν δυνατόν να εμπλουτίσουν τον Μωαμεθανισμό με αλλαξόπιστους. Αὐτοὶ δεν επετύγχαναν πάντοτε. Υπήρξαν άνδρες και γυναίκες που δεν υπέκυψαν στις προκλήσεις και αντέστησαν, έδωσαν μαρτυρία της πίστης τους και τελικά οδηγήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια. Είναι οι Νεομάρτυρες.
Νεομάρτυρες ονομάζονται, διότι ακριβώς μαρτύρησαν, υπό την διπλή έννοια του μαρτυρίου, της μαρτυρίας της πίστεως και των βασάνων, όπως ακριβώς και οι πρώτοι Χριστιανοὶ μάρτυρες, ἐπὶ τῶν οργανωμένων διωγμών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηρίζονται δε Νεομάρτυρες, όσοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μαρτύρησαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αρνούμενοι να αλλαξοπιστήσουν. Εκατοντάδες είναι οι μάρτυρες της πίστης στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η Εκκλησία τους ονομάζει Νεομάρτυρες για να διακρίνονται από τους μάρτυρες των ρωμαϊκών διωγμών.
Εν κατακλείδι
Η προσφορά της Εκκλησίας συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό στο νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος με την δωρεά τεραστίων εκτάσεων από τους ακτήμονες για να χτιστούν ποικίλα ιδρύματα. Ακόμη χορηγήθηκαν μεγάλα χρηματικά ποσά για τις τρέχουσες ανάγκες της ανασυγκρότησης του έθνους 
Επιλογικά  η ορθόδοξη Εκκλησία διατήρησε το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και δεν το καταδίωξε, αντίθετα δημιούργησε έναν ρωμαλέο πολιτισμό τον ελληνοχριστιανικό . Οι αντίθετες απόψεις και ανιστόρητες, είναι και επικίνδυνα παραπλανητικές για τον λαό μας. Όσο για το δίλημμα Έλλην ή Ρωμιός, ας μας απαντήσουν όσοι το θέτουν. Ο Κολοκοτρώνης τι ήταν; Και ας σκεφτούν πως ο Κωνσταντίνος Δραγάτσης (ΙΑ΄ Παλαιολόγος), ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, αιτιολογώντας την άρνηση της παράδοσης του στον Μωάμεθ, του είπε περήφανα ότι δεν θα παραδοθούμε διότι «Έλληνες εσμέν». Τελεία. Και παύλα. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού.
Ολοκληρώνοντας, θα συμπεριλάβουμε λόγια του μεγάλου αγωνιστή του 1821, Ιωάννη Μακρυγιάννη, ο οποίος ένιωθε μέσα του  και ζούσε  αυτή τη διττή ύπαρξη του ΕΛΛΗΝΑ και ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ προς τους φραγκολατίνους που ήρθαν να βοηθήσουν στην οργάνωση του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους  (την απάντηση αυτή την προσφέρουμε και στους σημερινούς παγανιστές που απολαμβάνουν την ελευθερία τους χάρη στους αγώνες της Εκκλησίας).
"Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί. Και βγήκαν ακόμη να' ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες.
Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Μας έδωσε την νίκη και έχασε (οδήγησε σε ήττα) τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας!
Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους.
Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια. Ντροπή Έλληνες"!     Στρατηγός ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Ευάγγελος Ρωσσόπουλος



[1] Από της κατάλυσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476, το όνομα Ρωμανία άρχισε να σημαίνει αποκλειστικά την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
[2] Το μόδι ήταν αρχαίο ρωμαϊκό μέτρο χωρητικότητας υγρών, αλλά και ξηρών καρπών και ειδικότερα των σιτηρών. Η περιεκτικότητά του ισοδυναμούσε με 8.75 λίτρα.
[3] Κάθε λίτρα χρυσού ισοδυναμούσε με σημερινά 325 γραμμάρια.
[4] Κατά τον Ιππόδαμο το Μιλήσιο η ιδεατή πόλη πρέπει να είναι μυρίανδρος, δηλαδή να έχει 10.000 πολίτες. Αυτό σημαίνει η λέξη μυρίανδρος, 10.000 άνδρες. Ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος ήταν αρχαίος Έλληνας αρχιτέκτων, πολεοδόμος, φυσικός, μαθηματικός, μετεωρολόγος και φιλόσοφος, θεωρούμενος και ως ο «πατέρας της Πολεοδομίας». Ο Ιππόδαμος, έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ.
[5] Μάγιστρος: ανώτατο αξίωμα της πολιτείας στην ύστερη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
[6] Λογοθέτης: αξίωμα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Σημαίνει «Λογιστής» ή «Ελεγκτής». Το αξίωμα αυτό είχε διάφορους βαθμούς και επιστασίες.
[7] Αστρολάβος: αρχαίο αστρονομικό όργανο που χρησιμοποιήθηκε έντονα μέχρι την ανακάλυψη του τηλεσκοπίου και του εξάντα
[8] Το «υγρό πυρ» και γνωστό στους Δυτικούς ως ελληνικό πυρ ήταν ένα εμπρηστικό όπλο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που εφευρέθηκε τον ύστερο 7ο αι. μ.Χ.. Εκτοξευόμενο από καταπέλτες, αλλά κυρίως από πεπιεσμένους σίφωνες, το υγρό πυρ είχε την ιδιότητα να μην σβήνει στο νερό. Περιβαλλόταν με άκρα μυστικότητα, με αποτέλεσμα να αγνοούμε σήμερα την ακριβή σύστασή του. Το βυζαντινό υγρό πυρ δεν πρέπει να συγχέεται με παρόμοιες εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποίησαν οι Άραβες και άλλα κράτη, και που στη διεθνή βιβλιογραφία συνήθως αναφέρονται συλλογικά ως «ελληνικό πυρ».

[9] Η Τετρακτύς αποτελούσε την ουσία της διδασκαλίας των Πυθαγορείων. Είναι το άθροισμα των πρώτων τεσσάρων φυσικών αριθμών (1+2+3+4=10) που συνδέονται μεταξύ τους με διάφορες σχέσεις. Από αυτούς τους τέσσερις αριθμούς, είναι δυνατόν να κατασκευασθούν οι αναλογίες της τέταρτης, της πέμπτης και της ογδόης αρμονικής. Οι αναλογίες αυτές δημιουργούν την Αρμονία που για τους Πυθαγόρειους είχε σημασία κυριολεκτικά κοσμική.

[10] Οι φρυκτωρίες ήταν ένα σύστημα συνεννόησης του 11ου αι. π.Χ., σημάδια που μεταβιβάζονταν από περιοχή σε περιοχή με τη χρήση πυρσών, στη διάρκεια της νύκτας (φρυκτός=πυρσός και ώρα = φροντίδα).

[11] Ο Γεώργιος Γεννάδιος, λόγιος και δάσκαλος του Γένους, υπήρξε σπουδαίο παράδειγμα εκπαιδευτικού παράγοντα του 19ου αιώνα. Κατάφερε όχι μόνο να μεταβιβάσει γνώσεις στους μαθητές του, αλλά και να τους εξοικειώσει με το βαθύτερο νόημα της κλασικής παιδείας οδηγώντας τους στη βίωση των ιδανικών της ελευθερίας και της εθνικής αποκατάστασης.
[12] Τύπος βυζαντινού βιβλίου από πάπυρο περγαμηνή ή χαρτί που τυλίγεται γύρω από έναν άξονα και το κείμενο διαβάζεται κάθετα ή σπανιότερα οριζόντια.
[13] Ο Κοσμάς ο Αιτωλός (1714 - 1779), γνωστός και ως Πατροκοσμάς, ήταν Έλληνας μοναχός της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
[14] Αναλογιστείτε την ηλικία του ποιήματος!
[15] Τα πλείστα εκ του έργου του Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου: «Η προσφορά της Εκκλησίας στην Τουρκοκρατία και στο 21»
[16] Οθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας. 1 οκά=1.282 γραμμάρια
[17] Η παλιά τουρκική λίρα, όπως και παλιότερα η οθωμανική, υποδιαιρούνταν σε 100 κουρούς, τα οποία ήταν γνωστά στον ελληνικό χώρο ως γρόσια.
[18] Ρούβλι = το νόμισμα της Ρωσίας.