Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Απάνθισμα λόγων του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου.


Βίος Αγίας Βαρβάρας.


Βίος Αποστόλου Ανδρέα. Περί ανδρείας.


Η δικαιοσύνη του Θεού και των ανθρώπων (2 από 2).


Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018

Η δικαιοσύνη του Θεού και των ανθρώπων (1 από 2).


Στ΄ Λουκά. Ζωή χωρίς Θεό (3 από 3).


Ο ενάρετος βίος μας παράδειγμα προς μίμηση .Θ΄ Λουκά. Προς Εφεσίους.


Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΟΙΟ ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ



 Άθρο από την εφημερίδα "Ελεύθερη Ώρα" Κυριακή 24/12/2017 Αρ. Φύλ.:785
Συγγραφείς: Ιωάννης Παπαζήσης & Ευάγγελος Ρωσσόπουλος

Τα τελευταία έτη ειδικότερα την περίοδο των μεγάλων Χριστιανικών εορτών, κάποιοι νεοφανείς δήθεν ιστορικοί, προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο Χριστός δεν υπήρξε καν ως ιστορικό πρόσωπο. Η επιχειρηματολογία τους είναι τελείως διάτρητη βέβαια και αυτό θα δούμε στην συνέχεια. Η όλη ιστορία επί του θέματος αυτού ξεκίνησε πριν περίπου 250 έτη  μάλιστα τον 18ον αιώνα είχε φθάσει η άρνηση στο κορύφωμά της. Στην Αγγλία, λέει ο Montesquieu τότε ότι, εάν ένας άνθρωπος έλεγε  σε οποιονδήποτε κύκλο μορφωμένων ανθρώπων ότι δεν  πιστεύει στην ιστορική ύπαρξη του  Χριστού , θα δεχόταν γέλια και καγχασμούς. Προχωρώντας χρονικά πριν λίγα έτη στην Αγγλία ο Καθηγητής Joad, Καθηγητής τής Φιλοσοφίας από τους πιο γνωστούς, ο οποίος ήταν τόσο πολύ φανατικός στην άρνηση, ώστε δεν άφηνε ευκαιρία, με τον γραπτό λόγο αλλά και με μία σειρά από εβδομαδιαίες ομιλίες στο αγγλικό ραδιόφωνο με τίτλο «ο Joad και ο Θεός», να υποστηρίζει την ανακρίβεια τού Ευαγγελίου. Αυτό έκανε ο Joad μελετώντας ακριβώς την Αγία Γραφή, για να παρουσιάσει επιχειρήματα. Ο ίδιος όμως από μόνος του χωρίς καμία επίδραση πείσθηκε ότι το αντίθετο από όσα κήρυσσε ήτο αλήθεια και σε μεγάλη ηλικία παρουσιάσθηκε αιφνιδίως και είπε ότι «όσα πίστευα ήταν ψέμα», και αγωνίσθηκε σαν τον Θωμά και κήρυξε σ’ όλο τον κόσμο ότι ο Χριστός είναι πραγματικά ο Κύριος και Θεός. Ο κατάλογος των επιστημόνων που υπήρξαν αρνητές  του Χριστού και ξεκίνησαν να ανατρέψουν ιστορικά την ύπαρξη του και κατέληξαν να γίνουν τελικά οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές του είναι πολύ μεγάλος, όμως το πιο χαρακτηριστικό λογικό μνημείο είναι το έργο του νομικού Morison. Αυτός από μικρή  ηλικία είχε διαβάσει από τους κριτικούς τής Γερμανικής Σχολής, την κριτική τής Αγ. Γραφής. Είχε όπως νόμιζε  πλούσια οπλιστεί με επιχειρήματα κατά τής Χριστιανικής Θρησκείας και ξεκίνησε με τα επιχειρήματα αυτά να γράψει ένα βιβλίο που πραγματικά, λογικά θα έπειθε τον καθένα, ότι η Ανάστασις δεν είχε πραγματοποιηθεί ,λόγω του ότι στο γεγονός αυτό είχε εστιάσει την προσοχή του. Καθώς άρχισε να γράφει αυτό το βιβλίο, διαπίστωσε  ότι ήταν αδύνατο το βιβλίο αυτό να γραφή. Και όχι μονάχα ήταν αδύνατο να γραφή αλλά οι σκέψεις και τα λόγια τα οποία έγραφε οδηγούσαν τελείως στον αντίθετο στόχο. Στον κατάλογο των αρνητών της υπάρξεως του Χριστού που τελικά κατέληξαν να γίνουν ένθερμοι Χριστιανοί  ήταν ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Αμπερτήν ο Γουίλιαμ Ράμσευ και πάρα πολλοί ακόμη όμως δεν θα επεκταθούμε άλλο επί αυτού.
     Οι αρνητές μας λένε λοιπόν ότι είναι πάρα πολλοί λίγοι οι μη χριστιανοί ιστορικοί που είναι σύγχρονοι του Χριστού που αναφέρονται στο πρόσωπο του και αμφισβητείται η εγκυρότητα των μαρτυριών τους. Είναι λοιπόν αυτές λίγες και μή έγκυρες ;;;; Ας εξετάσουμε το θέμα με βάση την απλή κοινή λογική. Παρά το γεγονός ότι τα κεντρικά γεγονότα του βίου του Χριστού και των αρχών της Εκκλησίας Του, όπως αυτά μαρτυρούνται στις εξωχριστιανικές πηγές, είναι αρκετά ευκρινή, οι μαρτυρίες αυτές, είναι λίγες. Αν όμως μελετήσει κάποιος τα πράγματα προσεκτικότερα θα δει πως τελικά το περίεργο δεν είναι η σπανιότητα των αναφορών στον Ιησού αλλά το ότι οι σύγχρονοί του, μη χριστιανοί συγγραφείς, έκριναν το έργο του Χριστού άξιο κάποιας μνείας, έστω και περιορισμένης. Η εξήγηση είναι, ότι στην εποχή κατά την οποία εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός, οι θρησκευτικές εν γένει υποθέσεις, ελάχιστα προκαλούσαν το ενδιαφέρον των φιλοσόφων και της λόγιας τάξης γενικά. Οι διανοούμενοι τότε,  θεωρούσαν σύμφωνα με τον Γίββωνα, (αλλά και τα λόγια του ιδίου του Χριστού), όλες τις θρησκείες εξ ίσου ψευδείς. Και μπορεί εξωτερικά να συμμορφωνόντουσαν με τις αξιώσεις τους, εσωτερικά όμως δεν είχαν απλώς κλονιστεί αλλά απιστούσαν εντελώς  σε αυτές. Κυρίως η προσοχή των συγγραφέων τότε στρεφόταν σε γεγονότα πολιτικά και πολέμους , ενώ τα  φαινόμενα της ιστορίας του πολιτισμού βρίσκονταν σε δεύτερη θέση.

     Αν όμως κάθε θρησκεία άφηνε τους συγγραφείς εκείνους αδιάφορους, η θρησκεία των Ιουδαίων προκαλούσε  την αποστροφή και την περιφρόνησή τους, περισσότερο από κάθε τι άλλο. Και αυτό γιατί την εποχή εκείνη για τους περισσότερους ο μεν Θεός των Ιουδαίων ήταν ον παράδοξο ακατανόητο και εντελώς ξένο, οι δε Ιουδαίοι ήταν λαός μισητός και άξιος περιφρόνησης και έχθρας μεταξύ των εθνικών. Κατά φυσική συνέπεια λοιπόν και ο Χριστιανισμός που γεννήθηκε στους κόλπους του Ιουδαϊσμού δεν μπορούσε να προκαλέσει το ενδιαφέρων των εθνικών συγγραφέων. Άλλωστε αρχικά θεωρήθηκε ως μία απλώς αίρεση ανάμεσα σε όλες τις άλλες αιρέσεις του Ιουδαϊσμού που σε μεγάλο αριθμό είχαν αναπτυχθεί τότε, και οι οποίες λόγω των μεταξύ τους ερίδων, των αποκρουστικών συνηθειών τους και των τελετών τους ήταν αδύνατο να προκαλέσουν σοβαρό ενδιαφέρον κανενός ειδωλολάτρη παρατηρητή. Επιπλέον για τους εθνικούς συγγραφείς τα πρώτα έτη του Χριστιανισμού, τότε που δεν είχε φανεί  ακόμη ως θρησκευτική κίνηση που έμελλε να σείσει εκ θεμελίων τον κόσμο,  ο Ιησούς ήταν απλώς ένας νεαρός Ιουδαίος που εκτελέστηκε από τους συμπατριώτες του όπως τόσοι άλλοι ευγενείς και ευπατρίδες, που κατά χιλιάδες σφάχτηκαν από τον Ηρώδη και τους Ρωμαίους διαδόχους του. Για παράδειγμα, ο Ρωμαίος ηγεμόνας της Παλαιστίνης Πόρκιος Φήστος καθώς εισηγείται στον Βασιλέα Αγρίππα την κατηγορία ενάντια στον Παύλο, μιλάει για τον Χριστιανισμό σαν να πρόκειται για δεισιδαιμονία που αφορά τους Ιουδαίους, για τον ιδρυτή δε του Χριστιανισμού μιλά σαν: "περί τινός Ιησού τεθνηκότος, όν έφασκεν ο Παύλος ζήν"). (Γρηγ. Παπαμιχαήλ, Ο Ιησούς ως ιστορικόν πρόσωπον, εκδ. β' Αθήναι 1923, σελ. 104. Πρβλ. και Πράξεις 24/κδ' 19). Οι συγγραφείς αυτοί δεν αναφέρουν απολύτως τίποτε για τον Θευδά, τον Ιούδα τον Γαυλωνίτη και τον Ματθία Μαργαλώθ, οι οποίοι ήταν σύγχρονοι του Ιησού,  διεκδίκησαν το ρόλο του Μεσσία, στράφηκαν εναντίων της Ρωμαϊκής εξουσίας και συντρίφτηκαν από αυτήν. Η σιγή αυτή των εθνικών συγγραφέων σχετικά με τους ψευδομεσσίες εκείνους δεν μας εκπλήττει ούτε προξενεί την απορία μας. Αλλά τότε γιατί απορούμε αν οι ίδιοι συγγραφείς δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ούτε για τον Ιησού; Μήπως και ο Ιησούς στην αρχή δεν θα εκλαμβανόταν από τους μακριά από τον Ιουδαϊσμό εβρισκόμενους εθνικούς συγγραφείς, ως στασιαστής ή ως κάποιος θερμοκέφαλος και παραδοξολόγος, ο οποίος αφού περιέπεσε σε οξεία διάσταση με τους ομοεθνείς του, σταυρώθηκε από αυτούς και κατασυντρίφτηκε κάτω από την Ρωμαϊκή εξουσία;
  Ας δούμε τώρα ποιοι μη Χριστιανοί μαρτυρούν την ιστορική ύπαρξη του Χριστού. 

 
Εικόνα 1 Τάφος Ποντίου Πιλάτου


Εικόνα 2 Επιγραφή του Τάφου του Πόντιου Πιλάτου



Πρώτος είναι ο γνωστός σε όλους μας Πόντιος Πιλάτος ο οποίος πέθανε και ετάφη στην Ρώμη και ο τάφος του καταμαρτυρεί την ιστορική ύπαρξη του. Το θέμα είναι γιατί ευρέθει ο τάφος του Πιλάτου στη Ρώμη αφού ήταν διοικητής της Ιουδαίας. Εδώ επιβεβαιώνεται η ιστορία του βίου της Αγ Μαγδαληνής ο οποία κατήγγειλε στον αυτοκράτορα Τιβέριο τον Πόντιο Πιλάτο για κακοδικία εναντίον του Ιησού. Σύμφωνα με τον βίο της Αγ Μαγδαληνής ο Τιβέριος έδωσε εντολή στον Πιλάτο να επιστρέψει στην Ρώμη για να εξιχνιασθεί η υπόθεση και τέλος πέθανε   εκεί στη Ρώμη. Βλέπουμε ότι η αρχαιολογική σκαπάνη επιβεβαιώνει ακόμη και τά Συναξάρια.
Ο Ιουστίνος και ο Τερτυλλιανός βεβαιώνουν, ότι υπήρχαν στα αρχεία της Ρώμης δύο επίσημες εκθέσεις του Ποντίου Πιλάτου στον αυτοκράτορα Τιβέριο, στις οποίες αναφερόταν στα της καταδίκης και σταυρώσεως του Ιησού Χριστού οι οποίες φαίνεται να έχουν χαθεί σήμερα. Ο άγιος μάρτυρας Ιουστίνος αναφέρει δυο φορές με σιγουριά τα γραπτά του Πιλάτου περί Χριστού (Α' Απολογία 35 και 48), καθώς και ο Τερτυλλιανός (Apologeticum 5 και 21, 24). Οι μαρτυρίες δυο πατέρων που έζησαν τόσο κοντά στα γεγονότα αυτά και που τα έγραφαν αυτά σε περίοδο διωγμών, απευθυνόμενοι προς ειδωλολάτρες, έχουν σπουδαίο βάρος. Μάλιστα, φαίνεται πως κάποια στιγμή τα γραπτά του Πιλάτου πλαστογραφήθηκαν με αποτέλεσμα να είναι βλάσφημα, αν πιστέψουμε τον Ευσέβιο (Εκκλησιαστική Ιστορία 9.5.1). Τέλος, τα γραπτά του Πιλάτου αναφέρονται και από τον άγιο Επιφάνιο (Αιρέσεις 50.1). Πάντως τα έγγραφα αυτά, πρέπει να διακριθούν από τα απόκρυφα με τίτλο "Acta Pilati" και "Επιστολή Πιλάτου προς αυτοκράτορα Κλαύδιο" τα οποία κυκλοφόρησαν αργότερα και αποτελούν ψευδεπίγραφες συγγραφές στις οποίες εκδηλώνεται απλά απόπειρα να ανασυντεθούν τα αρχικά έγγραφα. (Πρβλ. Brunet, Les evangiles apocryphes traduits et annotes εκδ. β' σελ. 215-273. Tishendorf, Evangelia apocrypha, 1853 σελ. 413-426? Thilo, Codex apocryphus Novi Testamenti, τομ. Α' σελ. 801-803).Η πραγματική επιστολή του Πιλάτου προς τον Τιβέριο στην οποία ο Πόντιος Πιλάτος υπογράφει την θανατική καταδίκη του Ιησού με σταύρωση,  βρέθηκε το 1309,στη γνωστή σε όλους σήμερα για τον καταστροφικό σεισμό πόλη L'Aquila της Κεντρικής Ιταλίας κοντά στην οποία έχει ανακαλυφθεί η αρχαία ρωμαϊκή πόλη του Αμιτερνο, όπου βρέθηκε το σπίτι του Πόντιου Πιλάτου. Το 1381 μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη επί των ημερών του Πατριάρχου Ιερεμίου. Μεταφράστηκε από τον Παναγιότατο Οικουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο, κατά το έτος 1643.




Γνωρίζουμε πως οι έπαρχοι περιοχών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έγραφαν συχνά στον αυτοκράτορα για τα ζητήματα που απασχολούσαν τις περιοχές τους. Το ίδιο έκανε και ο Πλίνιος ο Νεώτερος, έπαρχος της Βιθυνίας, προς το Τραϊανό. Αναφέρει ο Πλίνιος
τα εξής «Το μίασμα της δεισιδαιμονίας των Χριστιανών εκτείνεται όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στους αγρούς και στα χωριά». Επιπρόσθετα αναφέρει (Επιστολή Χ,96): «Οι Χριστιανοί συνηθίζουν να συνέρχονται μια τακτή ημέρα πριν την ανατολή του ήλιου, και να αναπέμπουν ύμνους στον Χριστό, σαν να μιλούν σε Θεό». Η τακτή αυτή ημέρα ήταν και είναι η Κυριακή. Στη συνέχεια ανέκρινε προσωπικά πολλούς Χριστιανούς και συγκέντρωσε πολλές πληροφορίες για τη ζωή και την πίστη τους. Πιστεύουμε ότι δύο είναι τα πιθανά κίνητρα του Πλίνιου να είναι εχθρικός προς τους Χριστιανούς Το πρώτο ότι ήταν πιστός ειδωλολάτρης και το δεύτερο φοβόταν για την εξουσία του. Επειδή οι Χριστιανοί αμφισβητούσαν την θεϊκή εξουσία του Ρωμαίου αυτοκράτορα οπότε τον συνέφερε να διατηρήσουν οι αυτοκράτορες την εξουσία και αυτός την δική του. Δεν κατάλαβε ότι οι Χριστιανοί αμφισβητούσαν τον αυτοκράτορα ως θεό και όχι σαν πολιτικό άρχοντα.    Εξάλλου, είναι τυχαίο που ούτε ο Πιλάτος ούτε ο Τιβέριος εδίωξαν τους Χριστιανούς; Μήπως έπαιξαν κάποιο ρόλο τα όσα είδε ο Πιλάτος που τα έγραψε στο Τιβέριο; Ο   Ο αμέσως επόμενος μάρτυρας της υπάρξεως του Χριστού είναι ο συγγενής του δικαστή του Χριστού του γνωστού Άννα και είναι ο ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος.


 

Ιώσηπος, ο Εβραίος


Εικόνα 3 Φλάβιος Ιώσηπος



Γεννημένος στα Ιεροσόλυμα το 37 μ.Χ. δηλαδή, λίγο μετά την Σταύρωση του Χριστού και φυσικά, όπως αναφέραμε, λόγω της συγγένειάς του με τον Άννα και τον Καϊάφα, ήταν αρνητικά προκατειλημμένος. Ήταν ο πρώτος που έγραψε την ιστορία των Ιουδαίων. Το έργο του λέγεται «Ιουδαική αρχαιολογία».
Γράφει ο Ιώσηπος και συγκεκριμένα στο ΧVIII 3,3: «Γίγνεται δε κατά τούτον τον χρόνον Ιησούς, σοφός ανήρ, ει γε άνδρα αυτόν λέγειν χρη. Ην γαρ παραδόξων έργων ποιητής, διδάσκαλος ανθρώπων των ηδονή ταληθή δεχομένων. Και πολλούς δε και του Ελληνικού επηγάγετο, ο Χριστός ούτος ήν και αυτόν ενδείξει των πρώτων ανδρών, παρ’ ημίν, σταυρώ επιτετιμηκότος Πιλάτου, ουκ επαύσαντο οι το πρώτον αυτόν αγαπήσαντες, εφάνη γαρ αυτοίς τρίτην έχων ημέραν πάλιν ζων των θείων προφητών ταύτα τε και άλλα μύρια θαυμάσια περί αυτού ειρηκότων».
Σ’ αυτό το εδάφιο ο Ιώσηπος δίνει την μαρτυρία του ότι εμφανίστηκε ένας άνδρας σοφός, ο Ιησούς, που έκανε «παράδοξα έργα» δηλαδή, θαύματα και «διδάσκαλος ανθρώπων», ομολογεί δηλαδή, ότι δίδασκε τους εθνικούς και ότι στο τέλος «σταυρώ επιτετιμηκότος» δηλαδή, σταυρώθηκε και «εφάνη οι το πρώτον αυτόν αγαπήσαντες» δηλαδή, εμφανίστηκε πρώτα σε αυτούς που τον αγάπησαν.
Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει την θανάτωση του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου και μάλιστα δια λιθοβολισμού. «Ο αρχιερέας Άνανος καθίζει συνέδριο κριτών και παραγαγών εις αυτόν τον αδελφόν Ιησού τον λεγόμενον Χριστόν (Ιάκωβος το όνομα αυτού) και τινας εταίρους, ως παρανομησάντων κατηγορίαν ποιησάμενος παρέδωσε λευθησομένους (για να λιθοβοληθούν)».
Μία άλλη μαρτυρία προέρχεται από τον Κορνήλιο Τάκιτο: Ιστορικός μη Χριστιανός, που έζησε στη διάρκεια του τελευταίου μέρους του πρώτου αιώνα μ.Χ. Ο ιστορικός αυτός έγραψε : «Ο Κρίστους (όπως είναι στα Λατινικά ο «Χριστός», υπέστη την εσχάτη των ποινών στη διάρκεια της βασιλείας του Τιβέριου από έναν από τους επιτρόπους μας, τον Πόντιο Πιλάτο». -The Complete Works of Tacitus (New York, 1942), «The Annales», Βιβλίο 15, παρ. 44. Επιπλέον μας παρέχει πληροφορίες για τους διωγμούς και τις τιμωρίες που επέβαλε ο Νέρων στους Χριστιανούς και μάλιστα αναφέρει ότι το πλήθος τους ήταν μέγιστο. Άρα σ’ αυτή την μαρτυρία παρατηρούμε ότι αναφέρεται το όνομα του Χριστού, δεν αμφισβητείται ο Χριστός, αλλά θεωρείται κακοποιό στοιχείο που τον σταύρωσε ο Πιλάτος.
Ιστορική μαρτυρία έχουμε επίσης από τον Ρωμαίο ιστορικό Σουετώνιο. Ο Σουετώνιος καταγράφει την ιστορία και τον βίο του αυτοκράτορα Κλαυδίου, ο οποίος αναφέρει τον διωγμό των Ιουδαίων από την Ρώμη το 53μ.Χ., με την αιτιολογία πως με την υποκίνηση του Χριστού προκαλούσαν φασαρίες. Εδώ μάλλον και αυτός εννοεί ότι οι Χριστιανοί δεν αποδέχονταν τον αυτοκράτορα ως Θεό. Η μαρτυρία του Σουετώνιου επικυρώνεται στις «Πράξεις των Αποστόλων», όπου αναφέρεται η γνωριμία στην Κόρινθο του Αποστόλου Παύλου με το ζεύγος Ακύλα και Πρίσκιλλα, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί από την Ρώμη και κατέφυγαν στην Κόρινθο. Στις «Πράξεις των Αποστόλων» αναφέρεται επίσης και το διάταγμα του Κλαυδίου «δια το διατεταχέναι Κλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τους Ιουδαίους από της Ρώμης» (Πραξ. ιη΄,2). Δηλαδή, είχε διατάξει ο Κλαύδιος να απομακρυνθούν οι Ιουδαίοι από την Ρώμη.
Μία μαρτυρία επίσης προέρχεται από κείμενα του Ταλμούδ, που είναι το ιερό βιβλίο των Εβραίων. Φυσικά αυτή η μαρτυρία είναι τελείως αρνητική για τον Χριστό. Τον θεωρεί πλάνο, υιό πόρνης και ούτε κατά διάνοια Υιό του Θεού. Δεν αμφισβητεί όμως την ύπαρξή του.
Το Ταλμούδ αποτελείται από τα βιβλία της Mishnah και της Gemara. Η Mishnah (ο προφορικός νόμος) είναι η παράδοση των πρεσβυτέρων. Η Gemara είναι σχόλια των Ραβίνων πάνω σε ότι περιέχει η Mishnah. Αυτά αναφέρουν τα εξής «κατά την εσπέρα του Εβραϊκού Πάσχα κρέμασαν τον Ιησού από τη Ναζαρέτ γιατί ήταν μάγος και με μαγείες έκανε πολλά θαύματα». Τα ίδια αναφέρει ο Εβραίος καθηγητής J. Klausner, στο βιβλίο του «Ιησούς της Ναζαρέτ»: «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ ήταν προδότης του Ισραήλ, ο οποίος ασκούσε μαγεία, περιφρονούσε τους λόγους της σοφίας, οδήγησε το λαό στην πλάνη και έλεγε ότι δεν ήρθε για να καταλύσει τον Μωσαϊκό νόμο αλλά να τον συμπληρώσει. Κρεμάστηκε την παραμονή του Πάσχα σαν αιρετικός και πλάνος του λαού. Οι μαθητές του έκαναν τα ίδια έργα στο όνομά του».
Όπως αναφέραμε ανωτέρω η αρχαιολογική σκαπάνη επιβεβαιώνει την ύπαρξη πιστών Χριστιανών στα Ιεροσόλυμα το 50 μ.Χ. Σίγουρα αυτοί οι Χριστιανοί θα είχαν γνωρίσει από κοντά τον Χριστό. Αν ήταν μυθικό ή ανύπαρκτο πρόσωπο, πως αυτοί πίστεψαν και συγκεκριμένα ήρθαν στο φως 2 επιγραφές;
Η πρώτη επιγραφή περιείχε μια προσευχή προς τον Ιησού για βοήθεια και η δεύτερη ήταν μια ικεσία που απευθύνονταν πάλι στον Ιησού και ζητούσε την ανάσταση εκ νεκρών. Η τελευταία επιγραφή ίσως αναφέρεται στην Β΄ παρουσία Του.
Αυτές οι επιγραφές το τονίζουμε και πάλι είναι αρχαιότατες, μόλις 15 χρόνια από το θάνατο του Ιησού και αποκαλύπτουν την επίδραση που άσκησε ο Χριστός.
Επίσης οι πάπυροι της Οξυρρύγχου ένα χωριό στην Άνω Αίγυπτο, νότια του Φαγιούμ. (πρόκειται για συλλογή ελληνικών παπύρων οι οποίοι γράφτηκαν μέχρι το 140 μ.Χ) αποδεικνύουν την ιστορικότητα του Ιησού. Πιο συγκεκριμένα ορισμένοι από αυτούς αναφέρουν λόγια του Ιησού που θυμίζουν πάρα πολύ το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Τα έγραψαν δηλαδή άνθρωποι που είχαν ακούσει τις ιστορίες από τους γονείς τους τόσο κοντά γράφτηκαν στην εποχή του Χριστού. Επίσης βρέθηκαν αποσπάσματα από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, από τις επιστολές του Απ Παύλου επίσης βρέθηκαν τέσσερις ακέραιοι κώδικες του 5ου αιώνα που περιέχουν το Δευτερονόμιο, τον Ιησού του Ναυή, και τους Ψαλμούς.
Ο Χριστιανός συγγραφέας Ωριγένης κάνει μνεία του Έλληνα φιλοσόφου Νουμήνιου ο οποίος έζησε γύρω στο 120 μ,χ και μιλά για τον Χριστό και τους Χριστιανούς.

Ένας ακόμη εχθρός του Χριστού ο Κέλσος στο έργο του «Αληθής Λόγος» αποκαλεί τον Χριστό αγύρτη, που μάζεψε μερικούς αλήτες μαθητές τριγύρω του, κι έκανε θαύματα (μαγείες). Ο Κέλσος αναφέρει περιστατικά της ζωής του Ιησού που τα ερμηνεύει με το δικό του εχθρικό  τρόπο αλλά φυσικά, δεν αρνείται την ύπαρξη του Ιησού, ούτε τη δράση του. Αν ήταν μυθικό πρόσωπο, ο πρώτος που θα το επισήμανε ασφαλώς, θα ήταν αυτός! Και κατά δεύτερον δεν θα έγραφε ολόκληρη πραγματεία εναντίον του Χριστού. Στον Κέλσο απάντησε ο Ωριγένης στο έργο του «Κατά Κέλσου» Ο Ωριγένης είναι αυτός που διασώζει και το έργο του Κέλσου
Ένας ακόμη σατυρικός συγγραφέας ο Λουκιανός, γράφει το 167μ.Χ. «οι χριστιανοί λάτρευαν τον εν Παλαιστίνη εσταυρωμένο σοφό, έναν μέγα άνθρωπο και ότι τον εξελέμβαναν ως νομοθέτη και τον τιμούσαν με τον τίτλο του διδασκάλου... διότι εισήγαγε νέα θρησκεία... τους έπεισε ότι είναι όλοι αδέλφια...» Ο Λουκιανός επίσης αναφέρεται στον απ. Παύλο, που τον ονομάζει Πρωτέα, Περεγρίνο (= εξωτικό, βάρβαρο) που έγραφε Βίβλους (= επιστολές) (περί Περεγρίνου τελευτής, 11-13). Στο έργο του σατιρίζει και διακωμωδεί τον Χριστό όχι ως ανύπαρκτο πρόσωπο, αλλά ως υπαρκτό.
Ατράνταχτη επίσης μαρτυρία για τον σκοτασμό της γης έχουμε από τον Θαλλό (γ. στο 52 μ.Χ.) που μνημονεύει το σκοτάδι που έπεσε στη γη το μεσημέρι της μέρας που σταυρώθηκε ο Ιησούς (Ιουλίου Αφρικανού, Χρονογράφημα, 18.1). Επιβεβαιώνει τις παρατηρήσεις του Αγ. Διονυσίου στην Αθήνα, που περιέγραψε το σκότος κατά την Σταύρωση του Χριστού και αναφώνησε το περίφημο: «Ἤ Θεός πάσχει ἤ τό πᾶν ἀπόλλυται», δηλαδή ή ο Θεός υποφέρει ή το σύμπαν χάνεται.
Ένας ακόμη Σύρος Στωικός φιλόσοφος, ο Μάρα-Βαρ-Σεραπίων (γ. 73 μ.Χ.), σ’ επιστολή προς το γιο του που φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο, μνημονεύει το θάνατο του Ιησού (σοφού βασιλιά) από τους Ιουδαίους, και τον άδικο θάνατό του τον παραβάλλει μ’ αυτόν του Σωκράτη και του Πυθαγόρα. Γράφει επί λέξει: «Ποια ωφέλεια τάχα απεκόμισαν οι Αθηναίοι αποκτείνατες τον Σωκράτην... ή οι Σάμιοι τον Πυθαγόραν εξορίσαντες... Ή οι Ιουδαίοι εκ της καταδίκης του σοφού τους βασιλιά, και έκτοτε αφηρέθη απ’ αυτούς το βασίλειο;... οι Ιουδαίοι καταστραφέντες από την χώρα τους διώχτηκαν και ζουν στη διασπορά...»
Η Καινή Διαθήκη η οποία δεν είναι έργο ενός ανθρώπου, αλλά πολλών, γιατί απορρίπτεται; Ας μας το εξηγήσουν οι πολέμιοι του Χριστού. Θα απαντήσουν, είναι φιλικά βιβλία προς τον Χριστό! Μα το ότι είχε φίλους δεν αποδεικνύει ότι υπήρχε; Θα ψάχνουμε μόνο εχθρικές πηγές προς το αμφισβητούμενο πρόσωπο; Ο Πλάτωνας που μας διασώζει τα περί του Σωκράτους θα αρνηθούμε την μαρτυρία του επειδή ήταν φίλος και μαθητής του Σωκτάτη;
 Εκτός από όλη την Καινή Διαθήκη έχουμε μαρτυρίες και από άλλους Χριστιανούς συγγραφείς ανάμεσα στο 110-200 μ.Χ., που προηγουμένως ήταν ειδωλολάτρες. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται οι Αποστολικοί Πατέρες: Πολύκαρπος, Ιγνάτιος Αντιοχείας, Κλήμης Ρώμης, ο συγγραφέας της επιστολής Βαρνάβα, και οι Απολογητές: Κοδράτος (γ. 125 μ.Χ.), Αριστείδης (γ. 150 μ.Χ.), Ιουστίνος ο μάρτυς (γ. 150 μ.Χ.), Ηγήσιππος (γ. 170 μ.Χ.) και οι Θεόφιλος, Τατιανός, Μιλτιάδης, Μελίτων Σάρδεων, Τερτυλλιανός (2ο μισό του 2ου αι.). Ακόμα ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, ο Ειρηναίος και φυσικά, ο Ωριγένης που τον αναφέραμε και ανωτέρω.
Την ύπαρξη του Χριστού μαρτυρούν και αιρετικοί συγγραφείς οι οποίοι απλά ερμηνεύουν διαφορετικά τη διδασκαλία του Χριστού, αυτοί είναι ο Βασιλείδης, ο Βαλεντίνος και ο Μαρκίων. Έχουμε δηλαδή τρεις μαρτυρίες. Ακόμα, έχουμε μαρτυρία και από τα Γνωστικά Ευαγγέλια και από το Ευαγγέλιο του Θωμά (τέλη 2ου - αρχές 3ου αι. μ.Χ.).
Πρόσφατα βρέθηκαν στην Ιερουσαλήμ, στη σημερινή αραβική συνοικία Σιλβάν, ερείπια της Κολυμβήθρας του Σιλοάμ. Οι αρχαιολόγοι φέρνουν προσεκτικά στο φως τη Κολυμβήθρα, μια δεξαμενή όπου ακόμη τρέχει νερό από τη διπλανή πηγή. Η Κολυμβήθρα του Σιλοάμ χρησιμοποιείτο από τους εβραίους για να κάνουν βαπτίσεις μέχρι περίπου το 70 μ.Χ., όταν οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν τον εβραϊκό ναό. Στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων μηνών οι αρχαιολόγοι έχουν φέρει στο φως τη μήκους 50 μέτρων δεξαμενή και τον αύλακα που έφερνε νερό από την πηγή στην Κολυμβήθρα. Τελευταίως ήρθε στο φως τμήμα του πέτρινου δρόμου που οδηγούσε από την Κολυμβήθρα στον εβραϊκό ναό.
«Τη στιγμή που κάναμε την ανακάλυψη, είμασταν σίγουροι πως επρόκειτο για την Κολυμβήθρα του Σιλοάμ» δήλωσε ο αρχαιολόγος Ελί Σουκρόν.

Η εύρεση του Τιμίου Σταυρού από την Αγ. Ελένη, γιατί δεν θεωρείται από τους πολέμιους του Χριστού, ως ιστορικό γεγονός υπεράνω πάσης αμφιβολίας;
Γιατί ένας αυτοκράτορας χρηματοδότησε την μητέρα του, για να βρει τον Τίμιο Σταυρό, ενός ανύπαρκτου προσώπου; Δεν είχε τον φόβο ή την υποψία ότι θα διασυρθεί ψάχνοντας ανύπαρκτο αντικείμενο ενός ανύπαρκτου ανθρώπου;
Εκτός από τον Τίμιο Σταυρό ευρέθη το 1492 στη Ρώμη, η επιγραφή που έθεσε ο Πόντιος Πιλάτος πάνω στον Σταυρό. Αυτό επιβεβαιώνει την ιστορική μαρτυρία του Αγ. Αμβροσίου Μεδιολάνων το 374, που αναφέρει ότι στην Ρώμη ευρίσκετο η επιγραφή.
Τα ιστορικά στοιχεία για τον Χριστό είναι άπειρα. Οι αμφισβητίες όμως δεν πείθονται. Αυτό είναι δικαίωμα τους. Ας μην προσπαθούν όμως να παρουσιάσουν το άσπρο ως μαύρο και το φως ως σκοτάδι. Είναι απορίας άξιον γιατί δεν αμφισβητούν την ύπαρξη του Κομφούκιου, του Βούδα, του Μωάμεθ ή άλλων για τους οποίους ιστορικά στοιχεία δεν υπάρχουν, ούτε αρχαιολογικά ευρήματα. Όμως «λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας». (Κατά Ματθαίον κεφ. κα΄, στιχ. 42).
Θα κλείσουμε αυτό το άρθρο, που νομίζουμε πως δεν αφήνει ουδεμία αμφιβολία σε κάθε καλόπιστο αναγνώστη, για την ιστορική ύπαρξη του Χριστού με τα λόγια δύο επιφανών ανδρών:
  1. Από την άποψη ενός ιστορικού...
    ο Ιησούς στέκεται στην ιστορία ο πρώτος.
    H. G. Wells
Ο Ιησούς στέκεται στην ιστορία σαν ένα ξένο σώμα που φέρνει ανησυχία στον κόσμο και δεν τον αφήνει να αναπαυτεί.
Ζακ Μαριτάν